Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 151.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
151

κ. Ψηταρασ πίπτων ἐπὶ τῆς παρὰ τὴν ἑστίαν ἔδρας ἐν ἀπελπισίᾳ. — Ὤ!

Ευανθια ἐξακολουθοῦσα νὰ φαίνεται πάντοτε ἀπειλητική, σείουσα δὲ ἰσχυρῶς τὴν κεφαλήν. — Μὲ καταλαμβάνεις.

Ὁ κ. Ψητάρας σιγᾷ κάτω νεύων καὶ βυθίζει τὸ βλέμμα ἐντὸς τῆς σβεννυμμένης πυρᾶς, ὅπως ἀνεύρῃ τὴν ὕψωσιν τῆς τιμῆς τῶν γηπέδων.

Ἐπικρατεῖ ἐπὶ πολλὴν ὥραν βαθεῖα σιγὴ καὶ οὔτε ἡ πτῆσις τῶν μυιῶν ἀκούεται πλέον, οὔτε ἄλλος ἐν τῇ ὁδῷ θόρυβος.

Ἐν τούτοις ἡ Εὐανθία δὲν δύναται νὰ καταστείλῃ τὴν ἀνησυχίαν της ὅτι δὲν προσέρχονται αἱ ἀναμενόμεναι πολυπληθεῖς ἐπισκέψεις, εὑρίσκουσα μάλιστα ὅτι εἶνε λίαν κακοήθεις, καὶ τὸ μέρος τοῦ τάπητος ἀπὸ τοῦ ἀνακλίντρου μέχρι τοῦ παραθύρου ἀρχίζει νὰ φθείρεται.

Αἴφνης ἀκούεται ὁ κώδων τῆς θύρας καὶ μετ’ ὀλίγον ἠχοῦσιν ἐπὶ τῆς κλίμακος βήματα στερεά.

Ευανθια ριπτομένη ἐπὶ τοῦ ἀνακλίντρου πλήρης χαρᾶς. — Τέλος πάντων!

κ. Ψηταρασ χασμώμενος ἐν τῇ ἕδρᾳ του. — Ἄχ, ἆ, ἆ, ἆ, ἆ!

Ευανθια ἐν ἀρχῇ χαμηλοφώνως, εἶτα ὑψοῦσα τὴν φωνήν. — Παρασκευᾶ, ἔλα… [Βλέπουσα ὅτι ὁ κ. Ψητάρας δὲν ἀπαντᾷ] Τί κάμνεις αὐτοῦ; κοιμᾶσαι;

κ. Ψηταρασ ὑψῶν τοὺς ὤμους χωρὶς νὰ στρέψῃ. — Χμ!

Ευανθια ἐν μεγίστῃ ἀγωνίᾳ. — Βγάλ’ τὴ σκούφια σου… ἔρχονται.

κ. Ψηταρασ πάντοτε χωρὶς νὰ στρέψῃ. — Θὰ μοῦ δώσῃς τσάϊ;

Ευανθια. — Σοῦ δίδω, ἔλα… βγάλ’ τὴ σκούφια σου....

κ. Ψηταρασ στρεφόμενος· — Καὶ μπισκότα;

Ευανθια. — Ὅ τι θέλεις.... βγάλ’ τὴ σκούφια σου....

κ. Ψηταρασ ἀφαιρῶν τὸν σκούφον του. — Τότε μάλιστα.

Ευανθια τείνουσα τὸ οὖς. — Ἔλα ἐδῷ κοντά μου.

κ. Ψηταρασ ἐγερθείς, ἀλλὰ βλέπων κύριον εἰσερχόμενον μένει ἀκίνητος. — Διάβολε, δὲν προφθάνω.

Εἰσέρχεται ὁ κύριος Χ… νέος οὐχὶ καὶ τόσον εὐειδής, ὑψηλοῦ ἀναστήματος, κομψὸς τὴν περιβολήν, φέρων ἄνθος ἐν τῇ κομβιοδόχῃ καὶ κρατῶν ῥάβδον λεπτοτάτην.

κυριοσ Χὑποκλίνων ἐν στενοχωρίᾳ. — Κυρία μου....

Ευανθια ὑπεγειρομένη καὶ τὴν χεῖρα τείνουσα πρὸς ὑπόδειξιν ἔδρας πλησίον τοῦ ἀνακλίντρου. — Ὁρίστε, κύριέ μου.

κυριοσ Χ.... στρεφόμενος πρὸς τὸν κ. Ψητάραν πρὶν ἢ καταλάβῃ θέσιν. — Ὁ κύριος Ψητάρας, ἀναμφιβόλως.

κ. Ψηταρασ ὑποδεικνύων τὴν αὐτὴν ἕδραν μετ’ ἐπιχαρίτου μειδιάματος. — Μάλιστα, κύριέ μου.