Ὁ κ. Ψηταρασ διευθυνόμενος πρὸς τὴν τράπεζαν. — Τέσσαρες ἡ ὥρα.... δὲν πιστεύω νὰ ἔλθουν πολλαὶ ἐπισκέψεις....
Ευανθια. — Μπᾶ! εἶν’ ἐνωρίς ἀκόμη.
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Τὶ ἐνωρὶς ποῦ εἰς τὰς πέντε βραδυάζει;
Ευανθια βλέπουσα τὸν κ. Ψητάραν ὅστις ἑτοιμάζεται νὰ λάβῃ κύαθον τεΐου. — Τὶ κάμνεις αὐτοῦ;
Ὁ κ. Ψηταρασ ἀφελῶς. — Νὰ πιῶ ἕνα τσάϊ.... ’βαρέθηκα νὰ περιμένω.
Ευανθια δι’ ἑνὸς ἅλματος εὑρισκομένη παρ’ αὐτῷ. — Ἐτρελλάθης;
Ὁ κ. Ψηταρασ ἐμβρόντητος. — Διατί;
Ευανθια ἁρπάζουσα τὴν τεϊοδόχην. — Νὰ λερώσῃς τῇς τσάσκαις;
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Μὰ ἐστέγνωσεν ὁ λαιμός μου, ἀδελφή!
Ευανθια τὰς χεῖρας ἀνατείνουσα. — Πᾶ, πᾶ, πᾶ, Θεὸς φυλάξοι!… Νὰ ἔλθῃ ὁ κόσμος καὶ νὰ τὰ εὕρῃ ἄνω κάτω;....!
Ὁ κ. Ψηταρασ μελαγχολικῶς. — Μία τσάσκα, εὐλογημένη!....
Ευανθια. — Τίποτα, τίποτα.... αὐτὰ δὲν πρέπει νὰ τὰ ἐγγίξῃς καθόλου.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἀπελπιστικῶς. — Μὰ δὲν βλέπεις πῶς βράζει τὸ νερόν;.... πάει χαμένον....
Ευανθια. — Ἂς πάει....
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Πῶς θὰ πιῶ ἕνα φλυτζάνι....
Ευανθια. — Οὔτε μισόν.
Ὁ κ. Ψηταρασ καταπνίγων βαθύτατον στεναγμὸν καὶ ἁπλῶν τὴν χεῖρα ὅπως λάβῃ τρωγάλιον. — Καλὰ, ἂς εὐχαριστηθῶ μὲ ἕνα μπισκότον.
Ευανθια κρατοῦσα τὴν χεῖρα αὐτοῦ. — Μὰ μὴν εἶσαι λιχούδης, καϋμένε.
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Ἕνα θὰ πάρω, μήπως θὰ τὰ πάρω ὅλα;
Ευανθια ἀρνουμένη. — Ὄχι, ὄχι!
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Νὰ πάρω ἕνα ἐγὼ καὶ ἕνα ἐσύ.
Ευανθια σείουσα τὴν κεφαλήν. — Φάγ’ ἐσὺ καὶ φάγ’ ἐγώ, τὶ θὰ μείνῃ γιὰ τοὺς ξένους;
Ὁ κ. Ψηταρασ αἰσθανόμενος τὴν ὀργὴν καταλαμβάνουσαν αὐτόν. — Θὰ μοῦ ἐπιτρέψῃς νὰ σοῦ εἰπῶ ὅτι αὐτὰ εἶνε ἀνόητα καμώματα.....
Ευανθια παρατηροῦσα αὐτὸν ἀσκαρδαμυκτί. — Τὶ εἶπες;
Ὁ κ. Ψηταρασ ὑπομένων τὸ βλέμμα της καρτερικῶς, ἀλλὰ στραβίζων ἕνεκα τῆς ὀργῆς. — Ὅταν γίνεται τὸ ἔξοδον διὰ τοὺς ξένους, ἐγὼ ὁ ἄνδρας σου ἔχω νομίζω τὸ δικαίωμα....
Ευανθια ὀργίλη. — Τὸ ἔξοδον!.... τὸ ἔξοδον....
Ὁ κ. Ψηταρασ εἰς ἄκρον παρωργισμένος. — Μάλιστα, τὸ ἔξοδον τὸ ὁποῖον γίνεται ἀπὸ τὴν σύνταξίν μου....
Ευανθια θηριωδῶς ἀπειλητική. — Τὸ ἔξοδον!.... δὲν νομίζω νὰ εἶνε ἀπὸ τὴν σύνταξίν σου.... τὸ ἔξοδον!....