Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 149.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
149

κ. Ψηταρασ ἐπιχειρῶν νὰ μετακινηθῇ. — Νὰ πάγω νὰ ἰδῶ μίαν στιγμήν;

Ευανθια ταχέως καὶ ὑποκώφως. — Μὴν κουνιέσαι· νομίζω ὅτι ἔρχεται.

κ. Ψηταρασ τείνων τὸ οὖς. — Λᾶθος κάμνεις· δὲν εἶνε κανείς.

Ευανθια, ἧς τὸ βιβλίον διωλίσθησε τῶν χειρῶν. — Περίεργον!

κ. Ψηταρασ ἀνορθούμενος. — Γιὰ νὰ ἰδοῦμε τὶ τρέχει.

Ευανθια περιδεής. — Μὴν ἔβγῃς ὅμως ἔξω.

κ. Ψηταρασ φέρων τὰς χεῖρας περὶ τὴν ὀσφὺν καὶ μετ’ ἄλγους στένων. — Ὤχ, νὰ πάρῃ ἡ ὀργή, ἐκοψομεσιάστικα!

Ευανθια ὑπεγειρόμενη. — Φώναξε τὸν ὑπηρέτην νὰ τὸν ἐρωτήσῃς.

κ. Ψηταρασ. — Πῶς τὸν λέγουν;

Ευανθια. — Ξεύρω κ’ ἐγώ;

κ. Ψηταρασ ἔκπληκτος. — Πῶς; δὲν ἠξεύρεις τὸ ὄνομά του;

Ευανθια. — Μήπως θὰ παίρνω τὸν ἴδιον πάντοτε;

κ. Ψηταρασ παρὰ τὴν θύραν. — Αἴ, ποῦ εἶσαι; Κώστα, Γιάννη....

Ευανθια διακύπτουσα αὐτὸν ταχέως. — Μὴ φωνάζῃς ἔτσι δυνατά.

κ. Ψηταρασ ἐξακολουθῶν, ἀλλὰ διὰ φωνῆς ὑποκώφου. — Δημήτρη, Παῦλε, Βαρθολομαῖε, Ὀσμάν, Ἐδουάρδε, Ἀναξαγόρα!....

Ευανθια μετ’ ἀνυπομονησίας· — Οὔ, καϋμένε καὶ σύ.

κ. Ψηταρασ κλείων τὴν θύραν. — Ὅλα τὰ ὀνόματα τοῦ τά εἶπα.... δὲν ἀκούει.

Ευανθια. — Αἴ, καλά· κύτταξε νὰ ἰδῇς τὶ τρέχει.

Υπηρετησ εἰσερχόμενος. — Μ’ ἐφωνάξατε;

κ. Ψηταρασ ἔκπληκτος. — Μπᾶ! ἦλθες;

Υπηρετησ. — Μὰ δὲν μ’ ἐφωνάξατε;

κ. Ψηταρασ. — Καὶ πῶς λέγεσαι;

Υπηρετησ. — Ἀναξαγόρας.

κ. Ψηταρας. — Ὁ Κλαζομένιος;....!

Υπηρετησ ὑπερηφάνως. — Ὄχι.

Ευανθια. — Πῶς δὲν ἀνέβηκ’ ἐπάνω;

Υπηρετησ — Ποιός;

Ευανθια. — Αὐτὸς ποῦ ἐκτύπησε τὸ κουδοῦνι.

Υπηρετησ. — Δὲν ἦταν κανείς.

Ευανθια ἔκπληκτος. — Πῶς;

Υπηρετησ. — Κἄτι μάγκαις ἐπερνοῦσαν καὶ τὸ ἐκτύπησαν.

Ευανθια. — Ἆ!

Υπηρετησ. — Θέλετε τίποτες ἄλλο;

κ. Ψηταρασ φορῶν τὸν σκοῦφον αὐτοῦ. — Ὄχι, Ἀναξαγόρα.... ἔχεις τὴν ἄδειαν νὰ μένης παρὰ τὴν θύραν κάτω.... Κλαζομένιε.

Υπηρετησ ἀπερχόμενος καὶ μορμύρων ἰδίᾳ. — Γιατὶ μὲ λέει Κλαζομένιο, ἀφοῦ μὲ λένε Βουρδουμπᾶ;