Ὁ κ. Ψηταρασ ἐπιχειρῶν νὰ μετακινηθῇ. — Νὰ πάγω νὰ ἰδῶ μίαν στιγμήν;
Ευανθια ταχέως καὶ ὑποκώφως. — Μὴν κουνιέσαι· νομίζω ὅτι ἔρχεται.
Ὁ κ. Ψηταρασ τείνων τὸ οὖς. — Λᾶθος κάμνεις· δὲν εἶνε κανείς.
Ευανθια, ἧς τὸ βιβλίον διωλίσθησε τῶν χειρῶν. — Περίεργον!
Ὁ κ. Ψηταρασ ἀνορθούμενος. — Γιὰ νὰ ἰδοῦμε τὶ τρέχει.
Ευανθια περιδεής. — Μὴν ἔβγῃς ὅμως ἔξω.
Ὁ κ. Ψηταρασ φέρων τὰς χεῖρας περὶ τὴν ὀσφὺν καὶ μετ’ ἄλγους στένων. — Ὤχ, νὰ πάρῃ ἡ ὀργή, ἐκοψομεσιάστικα!
Ευανθια ὑπεγειρόμενη. — Φώναξε τὸν ὑπηρέτην νὰ τὸν ἐρωτήσῃς.
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Πῶς τὸν λέγουν;
Ευανθια. — Ξεύρω κ’ ἐγώ;
Ὁ κ. Ψηταρασ ἔκπληκτος. — Πῶς; δὲν ἠξεύρεις τὸ ὄνομά του;
Ευανθια. — Μήπως θὰ παίρνω τὸν ἴδιον πάντοτε;
Ὁ κ. Ψηταρασ παρὰ τὴν θύραν. — Αἴ, ποῦ εἶσαι; Κώστα, Γιάννη....
Ευανθια διακύπτουσα αὐτὸν ταχέως. — Μὴ φωνάζῃς ἔτσι δυνατά.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἐξακολουθῶν, ἀλλὰ διὰ φωνῆς ὑποκώφου. — Δημήτρη, Παῦλε, Βαρθολομαῖε, Ὀσμάν, Ἐδουάρδε, Ἀναξαγόρα!....
Ευανθια μετ’ ἀνυπομονησίας· — Οὔ, καϋμένε καὶ σύ.
Ὁ κ. Ψηταρασ κλείων τὴν θύραν. — Ὅλα τὰ ὀνόματα τοῦ τά εἶπα.... δὲν ἀκούει.
Ευανθια. — Αἴ, καλά· κύτταξε νὰ ἰδῇς τὶ τρέχει.
Υπηρετησ εἰσερχόμενος. — Μ’ ἐφωνάξατε;
Ὁ κ. Ψηταρασ ἔκπληκτος. — Μπᾶ! ἦλθες;
Υπηρετησ. — Μὰ δὲν μ’ ἐφωνάξατε;
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Καὶ πῶς λέγεσαι;
Υπηρετησ. — Ἀναξαγόρας.
Ὁ κ. Ψηταρας. — Ὁ Κλαζομένιος;....!
Υπηρετησ ὑπερηφάνως. — Ὄχι.
Ευανθια. — Πῶς δὲν ἀνέβηκ’ ἐπάνω;
Υπηρετησ — Ποιός;
Ευανθια. — Αὐτὸς ποῦ ἐκτύπησε τὸ κουδοῦνι.
Υπηρετησ. — Δὲν ἦταν κανείς.
Ευανθια ἔκπληκτος. — Πῶς;
Υπηρετησ. — Κἄτι μάγκαις ἐπερνοῦσαν καὶ τὸ ἐκτύπησαν.
Ευανθια. — Ἆ!
Υπηρετησ. — Θέλετε τίποτες ἄλλο;
Ὁ κ. Ψηταρασ φορῶν τὸν σκοῦφον αὐτοῦ. — Ὄχι, Ἀναξαγόρα.... ἔχεις τὴν ἄδειαν νὰ μένης παρὰ τὴν θύραν κάτω.... Κλαζομένιε.
Υπηρετησ ἀπερχόμενος καὶ μορμύρων ἰδίᾳ. — Γιατὶ μὲ λέει Κλαζομένιο, ἀφοῦ μὲ λένε Βουρδουμπᾶ;