Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 148.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
148

Ευανθια μετ’ ἐπιμονῆς. — Τριάντα!.... δὲν εἶνε παῖξε γέλασε.

κ. Ψηταρασ. — Αὐτὸ ἔρχεται εἰς ὑποστήριξιν τῆς ἰδέας ποῦ σοῦ ἔλεγα πρωτήτερα.

Ευανθια. — Ποίας ἰδέας;

κ. Ψηταρασ μειλιχίως. — Νὰ δέχεσαι μιὰ φορὰ τὸν μῆνα, ἢ τοὐλάχιστον.... κάθε δεκαπέντε.

Ευανθια δυσανασχετοῦσα. — Οὔφ!.... νὰ μὴν ἀκούω ἀνοησίαις!

κ. Ψηταρασ. — Ἔτσι θὰ εὕρετε σειρὰν ὅλαις σας.

Ευανθια στρέφουσα αὐτῷ τὰ νῶτα βιαίως. — Κάμε τὴ δουλειά σου, σὲ παρακαλῶ....

κ. Ψηταρασ μετὰ βαθύτατον στεναγμὸν καθήμενος παρὰ τὴν πυράν. — Πολὺ καλά.

Μακρὰ σιγή, καθ’ ἣν ἐν μὲν τῇ αἰθούσῃ ἀκούεται ἡ πτῆσις τῶν ἀπομεινασῶν μυιῶν, ἔξω δὲ ἐν τῇ ὁδῷ, ἥτις εἶνε καὶ λίαν ἀπόκεντρος, ποὺ καί που ἡ τροχηλασία πεπλανημένου κάρρου. Αἴφνης ἀκούεται ὁ κώδων τῆς θύρας ἠχῶν ἐπανειλημμένως.

Ευανθια ριπτομένη εἰς τὸ ἀνάκλιντρον. — Παρασκευᾶ, ἔρχονται....

κ. Ψηταρασ ἀφυπνιζόμενος. — Διάβολε!.... μ’ ἐπῆρε ὁ ὕπνος.

Ευανθια ἐν ὀργῇ βλέπουσα τὸν κ. Ψητάραν σκορδινώμενον· — Μὴ χασμουριέσαι τώρα καὶ θὰ ἔλθουν ἄνθρωποι.

κ. Ψηταρασ χασμώμενος. — Ἆ, θὰ ἔλθουν…

Ευανθια. — Ἔλα, ἀκούμπησ’ ἐδῷ εἰς τὸν καναπέν.

κ. Ψηταρασ ἐρειδόμενος ἐπὶ τῆς ράχεως τοῦ ἀνακλίντρου, ἀλλὰ μὴ κατορθῶν νὰ καταστείλῃ τὰ χασμήματα. — Τὶ νὰ σοῦ κάμω; ὅταν μέ πιάσῃ αὐτὸ τὸ χασμουρητόν;

Ευανθια ὀργίλη. — Πάλιν;

κ. Ψηταρασ δυσανασχετῶν. — Μήπως τὸ θέλω;

Ευανθια. — Ὡραία!.... πολὺ ὡραῖα!.... μόνον διὰ νὰ ἔχῃς πόζαν ἐρωτευμένου!

κ. Ψηταρασ. — Ἐγὼ τὴν ἔχω;.... ἐσὺ τὴν ἠθέλησες, καὶ νὰ σοῦ εἰπῶ τὴν ἀλήθειαν.... μ’ ἐκούρασεν.

Ευανθια περιδεής. — Βγάλ’ τὴ σκούφια σου, γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ!

κ. Ψηταρασ ἀποβάλλων τὸν σκοῦφον του. — Μπᾶ! τὴν φορῶ;

Ευανθια φέρουσα τὸ βλέμμα ἐπὶ τοῦ βιβλίου. — Δὲν σοῦ λέγω ἐγὼ πῶς θὰ τὴν λησμονήσῃς;

κ. Ψηταρασ μετὰ μικρὸν δεικνὺων σημεῖα μεγίστης ἀνυπομονησίας. — Εἶσαι βεβαία ὅτι ἐκτύπησε τὸ κουδοῦνι;

Ευανθια. — Ἀφοῦ τὸ ἤκουσα.

κ. Ψηταρασ. — Πῶς δὲν ἔρχεται λοιπὸν αὐτὴ ἡ ἐπίσκεψις;

Ευανθια. — Ξεύρω κ’ ἐγώ;.... δὲν ἠμπορῶ νὰ ἐννοήσω τίποτε.