Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 146.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
146

ἔχουν πέντε σάββατα. Δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ δέχεσαι μίαν φορὰν τὸν μῆνα;

Ευανθια ἐμβρόντητος. — Καλέ, εἶσαι μὲ τὰ σωστά σου;

κ. Ψηταρασ παρακλητικῶς. — Κάθε δεκαπέντε τοὐλάχιστον.

Ευανθια καγχάζουσα. — Μὰ πῶς γίνεται αὐτό;

κ. Ψηταρασ ἐνθουσιωδῶς. — Νὰ τὸ κάμῃς ἐσὺ καὶ νὰ ἰδῇς ὅτι θὰ σὲ ἀκολουθήσουν καὶ ἄλλαις.

Ευανθια ὑψοῦσα τοὺς ὤμους. — Εἶσαι τρελλός, καϋμένε Παρασκευᾶ.

κ. Ψηταρασ ἔχων τὴν πεποίθησιν ὅτι θὰ κατορθώσῃ ὅ τι σκέπτεται ρυθμίζων τὴν φωνὴν αὐτοῦ οὕτως ὥστε πᾶσα λέξις ν’ ἀποστάζῃ μέλι. — Ξεύρεις πόσον οἰκονομικώτερα θὰ μᾶς ἔλθῃ;

Ευανθια πικρῶς. — Ἠξεύρω ἕνα πρᾶγμα, ὅτι ἠμποροῦσα νὰ δέχωμαι κάθε ἡμέραν καὶ ἐξ αἰτίας μερικῶν μερικῶν ἐπιχειρήσεων....

κ. Ψηταρασ ἀποστρέφων βιαίως τὸ πρόσωπον ἰδίᾳ. — Τὴν προῖκα της!..

Ευανθια παρατηροῦσα τὸν κ. Ψητάραν ἀσκαρδαμυκτί. — Μ’ ἐκατάλαβες, νομίζω.

κ. Ψηταρασ ἰδίᾳ καταπνίγων στεναγμό. — Ἔτσι τελειόνει κάθε συζήτησίς μας!

Σιγή, καθ’ ἣν ὁ μὲν κ. Ψητάρας διατρέχει τὴν αἴθουσαν ἐν προφανεῖ στενοχωρίᾳ, ἡ δὲ Εὐανθία διευθετεῖ καταλλήλως τοὺς κυάθους ἐπὶ τῆς τραπέζης σκεπτομένη τί νὰ ἐπιπροσθέσῃ εἰς ὅ τι εἶπε πρὸς τὸν σύζυγόν της. Καὶ φαίνεται ὅτι εὗρε τοῦτο διότι στρέφεται, ἵνα τὸν ἀναζητήσῃ ἐν τῇ αἰθούσῃ, καὶ ἀνοίγει τὸ στόμα ἵνα τὴν σκέψιν αὑτῆς διατυπώσῃ μετὰ πολλῆς πικρίας, ὡς ὁ μορφασμὸς τοῦ προσώπου αὐτῆς δηλοῖ, ὅτε ἀνακόπτεται ὑπὸ τοῦ κώδωνος τῆς θύρας.

Ευανθια ριπτομένη ἐπὶ τοῦ ἀνακλίντρου καὶ βιβλίον ἀνὰ χεῖρας λαμβάνουσα. — Τὸ κουδοῦνι.... ἔρχονται, Παρασκευᾶ.... βγάλ’ τὴ σκούφια σου, πάρε καὶ σὺ ἕνα βιβλίον.... ἢ ὄχι.... ἀκούμπησ’ ἐδῷ καλλίτερα....

κ. Ψηταρασ ὅστις ἀφαιρέσας τὸν σκοῦφον του ἐρρίφθη καὶ αὐτὸς εἰς τὴν ἕδραν εἶτα ἐγερθεὶς εἰς τὴν νέαν πρόσκλησιν τῆς Εὐανθίας ἔτρεξε δεξιᾷ καὶ ἀριστερᾷ. — Ποῦ, ποῦ, ποῦ ν’ ἀκουμπήσω;

Ευανθια. — Ἐδῷ, ’ς τὴ ράχη τοῦ καναπέ, γρήγορα.

κ. Ψηταρασ τρέχων πρὸς αὐτήν. — ’Σ τὴ ράχη;

Ευανθια. — Καὶ κύτταζέ με μέσ’ τὰ μάτια, ἐνῷ ἐγὼ θὰ κάμνω ὅτι διαβάζω....

κ. Ψηταρασ λαμβάνων ἐρωτικὴν στάσιν. — Ἔτσι;

Ευανθια προσποιουμένη ὅτι ἀναγινώσκει καὶ ρίπτουσα κρύφια βλέμμματα πρὸς τὸν κ. Ψητάραν. — Ναί.