Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 145.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
145

Ευανθια. — Λέγω;.... Εἶμαι βεβαία.

κ. Ψηταρασ. — Ποῖος κόσμος; τί σχέσεις ἔχομεν ἡμεῖς διὰ νὰ δεχώμεθα καὶ ἐπισκέψεις;

Ευανθια σχεδὸν μειδιῶσα. — Τί θέλεις νὰ εἰπῇς μ’ αὐτά, διότι δὲν σὲ καταλαμβάνω.

κ. Ψηταρασ ἀναθαρρήσας ἐκ τῆς ἠπιότητος τοῦ τρόπον καὶ στρέφων ὀλίγον τὴν κεφαλήν, εἶτα δὲ καὶ αὐτὸ τὸ βλέμμα. — Θέλω νὰ εἰπῶ, καὶ σὲ παρακαλῶ νὰ μὴ μὲ παρεξηγήσῃς, ὅτι αἱ σχέσεις μας εἶνε πολὺ περιωρισμέναι, καθ’ ὅσον ἀφορᾷ τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖαι τὸ ἔχουν δουλειὰ νὰ κάμνουν ἐπισκέψεις. Ἡμεῖς, δὲν λέγω, εἴμεθα συνδεδεμένοι μὲ πολλὰς οἰκογενείας, ἀλλ’ αἱ οἰκογένειαι αὐταὶ βγαίνουν μιὰ φορὰ ’ς τοὺς τρεῖς μῆνας ἀπὸ τὸ σπίτι των, καὶ θέλεις νὰ μᾶς ἔρχωνται ἐδῷ κάθε σάββατον, ἀφοῦ μάλιστα καθήμεθα καὶ εἰς τὴν ἄλλην ἄκραν τῆς πόλεως;

Ευανθια τείνουσα τὸ οὖς. — Τὸν σκοῦφον σου.... κἄποιος ἔρχεται.

κ. Ψηταρασ ἀφαιρῶν ταχέως τὸν σκοῦφον. — Ὤ, παρ’ ὀλίγον νὰ τὸν λησμονήσω.

Ευανθια βλέπουσα τὸν ὑπηρέτην, ὅστις κομίζει τὰ γλυκίσματα. — Δὲν σοῦ εἶπα νὰ ἔρχεσαι ἀπ’ ἐδῷ διὰ νὰ μὴ λερόνῃς τὸ ἀντρέ;

Υπηρετης κνισθείς. — Μὰ δὲν ἠμπορῶ νὰ περνῶ ἀπὸ τῇς κρεββατοκάμαραις ὅλην τὴν ὥρα, κυρία· γι’ αὐτὸ εἶνε οἱ ἀντρέδες.

κ. Ψηταρασ ἰδίᾳ φορῶν καὶ τὸν σκοῦφον αὐτοῦ. — Εἶνε καὶ αὐθάδης ὁ φίλος.... ἀφοῦ παίρνει καὶ δέκα δραχμαίς!

Ευανθια. — Πήγαινε τώρα κ’ ἔχε τὸ νοῦ σου ’ς τὸ κουδοῦνι.

Υπηρετησ ἀπερχόμενος καὶ μορμύρουν. — Τὴν ξέρω ἐγὼ τὴ δουλειά μου.

κ. Ψηταρας μετὰ μικρὰν σιγὴν, καθ’ ἣν ἡ Εὐανθία διορθοῖ τὰ ἐπὶ τῆς τραπέζης. — Δὲν ἐσκέφθης ὅμως, Εὐανθία μου, ὅτι αὐτὰ τὰ πράγματα ἔχουν ἔξοδα, καὶ ἡμεῖς....

Ευανθια λίαν αὐστηρῶς. — Τί εἶπες;

κ. Ψηταρασ ἰδίᾳ τὴν κεφαλὴν ἀποστρέφων. — Ὤ, διάβολε, τὸ μάτι της.... δὲν τὸ ἐπρόσεξα· ὡς νὰ μοῦ λέγῃ; Καὶ ἡ προῖκα μου;

Ευανθια τονίζουσα ἑκάστην λέξιν. — Τί ἔξοδα; τὸ τσάϊ τὸ ἔχομεν καθὼς καὶ τὴν ζάχαρην, τὰ κάρβουνα καίονται πάντοτε, τὸ γάλα εἶνε αὐτὸ ποῦ δὲν πίνω τὸ πρωΐ, τὸ κονιὰκ, μᾶς τὸ στέλνουν πότε καὶ πότε πεσκέσι, τὰ λεμόνια δὲν θὰ μᾶς λείψουν ποτὲ ὅσο πέφτει ’ς τὴν αὐλή μας ἡ λεμονῃὰ τοῦ γειτονικοῦ σπιτιοῦ· τὸ μόνον ἔξοδον εἶνε τὰ ὀλίγα γλυκίσματα....

κ. Ψηταρασ δειλῶς. — Καὶ ὁ ὑπηρέτης;

Ευανθια. — Μεγάλη δουλειά! δέκα δραχμάς!

κ. Ψηταρασ. — Ναί, μὰ εἶνε τέσσαρες φοραὶς τὸ μῆνα, ποῦ μᾶς κάμνουν σαράντα στρογγυλαίς, καὶ εἶνε μερικοὶ μῆνες ποῦ