Ευανθια ἐρευνῶσα ἐν τῷ θυλακίῳ της. — Ἆ, ναί, ἐγὼ ἐκλείδωσα. [Ἀνοίγει τὴν θύραν καὶ εἶτα κατέρχεται] Πήγαινε καὶ μὴν ἀργῇς.
Ὑπηρετησ ἰδίᾳ ἐξερχόμενος. — Πολὺ ζώρικη γυναῖκα εἶνε ἡ κυρία. Ἀκοῦς νὰ μὴ λερόνω!....
Ὁ κ. Ψηταρασ ἰδίᾳ. — Εἶνε ποῦ φοβοῦμαι τὸ μάτι της, ἀλλὰ θὰ τῆς τὸ προτείνω.... χωρὶς νὰ τὴν κυττάζω.
Ευανθια διορθοῦσα τὰ ἐπὶ τῆς τραπέζης. — Δὲν ἠξεύρεις πῶς μ’ εὐχαριστεῖ.... [Βλέπουσα τὸν κ. Ψητάραν, ὅστις φορεῖ τὸν σκοῦφον του]. Αἴ, καλά, ἔτσι θὰ φορῇς τὸ σκοῦφό σου;
Ὁ κ. Ψηταρασ στρεφόμενος. — Τί πειράζει;
Ευανθια δυσανασχετοῦσα. — Μὰ εἶνε γελοῖον νὰ ἔρχωνται οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ σὲ βλέπουν μὲ τὸ σκοῦφο ’ς τὸ κεφάλι.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἀφελῶς. — Ἆ, θὰ τὸν βγάζω τότε. [Ἀφαιρῶν τὸν σκοῦφον καὶ θέτων αὐτὸν ταχέως εἰς τὸ θυλὰκιον αὐτοῦ.] Νά, ἔτσι.... μία καὶ πάει.
Ευανθια. — Μὰ νὰ μὴ τὸ λησμονήσῃς.
Ὁ κ. Ψηταρασ. μειδιῶν. — Μὴ σὲ μέλῃ. [Φορῶν καὶ πάλιν τὸν σκοῦφον] Τί ἔλεγες λοιπόν;
Ευανθια. — Ἔλεγα ὅτι πολὺ μ’ εὐχαριστεῖ ὅτι ἀπεφάσισα κ’ ἐπῆρα ἡμέραν.
Ὁ κ. Ψηταρασ. ἰδίᾳ. — Καιρὸς εἶνε νὰ τῆς τὸ εἰπῶ.
Ευανθια. — Διότι ἔτσι βλέπει κανεὶς καὶ ὅλους του τοὺς γνωρίμους· καὶ ἐπὶ τέλους τοὺς ὑποχρεόνει κι’ ὅλας μὲ ἕνα τσάϊ.
Ὁ κ. Ψηταρασ ὑποτονθυρίζων. — Ναί, τοὺς ὑποχρεόνει νὰ ἔλθουν νὰ τὸ πάρουν χωρὶς νὰ θέλουν καμμιὰ φορά.
Ευανθια. — Τί εἶπες;
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Τίποτε· εἶμαι σύμφωνος μὲ τὴν ἰδέαν σου
Ευανθια. — Δὲν εἶνε ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος νὰ μὴ μοῦ εἶπε: «Μὰ τέλος πάντων, κυρία Ψητάρα, δὲν θὰ σᾶς εὕρωμεν ποτὲ ’ς τὸ σπίτι σας; πάρτε καὶ σεῖς μίαν ἡμέραν διὰ νὰ σᾶς βλέπωμεν.»
Ὁ κ. Ψηταρασ στένων. — Καὶ ἐπῆρες τὸ σάββατον!....
Ευανθια γηθοσύνως. — Καὶ τὸ νοστιμώτερον εἶνε, ὅτι τὸ ἔμαθεν ὅλος ὁ κόσμος καὶ τὸ τί θὰ ἔλθῃ σήμερον δὲν λέγεται.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἰδίᾳ. — Νομίζω ὅτι εἶνε καιρὸς νὰ τῆς τὸ εἰπῶ.
Ευανθια περισκοποῦσα τὴν αἴθουσαν. — Τὸ σαλόνι μας εἶνε μικρόν, ἀλλ’ ἀδιάφορον, δὲν θὰ ἔλθουν καὶ ὅλοι μαζῆ.
Ὁ κ. Ψηταρασ μετὰ κρατερὸν ἐνδόμυχον ἀγῶνα καὶ προσπαθῶν ν’ ἀποφύγῃ τὸ βλέμμα τῆς Εὐανθίας. — Μὰ τώρα ἔλα νὰ ὁμιλήσωμεν καὶ ὀλίγον σοβαρῶς.
Ευανθια παρατηροῦσα περιέργως αὐτόν. — Τί νὰ κάμωμεν;
Ὁ κ. Ψηταρασ ἐντείνων τὴν φωνὴν ἀλλ’ ἀποστρέφων πάντοτε τὸ βλέμμα. — Λέγεις ὅτι θὰ ἔλθῃ πολὺς κόσμος....