νει μόνον εἰκοσιπέντε δραχμαῖς τὸν μῆνα καὶ κάμνει.... κουζίνα, πλύσι, σίδερο, σιγύρισμα.... ὅλα τέλος πάντων.... ἐνῷ δι’ αὐτὸν θέλεις τριακόσιαις.... δι’ ἕνα τσάϊ μόνον.
Ευανθια ἔκπληκτος. — Τί κάθεσαι καὶ λές; τὶ τριακόσιαις;
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Δραχμαίς!
Ευανθια. — Ποιὸς σοῦ τὰ εἶπεν αὐτά;
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Αὐτὸς ὁ ἴδιος ἐκτὸς.... ἂν λέγῃ ψέμματα. Δέκα δραχμὰς τὴν ἡμέραν, μοῦ εἶπεν ὅτι θὰ τοῦ δίδῃς.
Ευανθια. — Πολὺ καλὰ, δέκα· ποῦ εὑρέθησαν ᾑ τριακόσιαις;
Ὁ κ. Ψηταρασ ἐξαπτόμενος βαθμηδόν. — Μά, εὐλογημένη, τριάντα ἡμέραις ἀπὸ δέκα τὴν ἡμέραν δὲν κάμνουν τριακόσιαις;.... καὶ δὲν σοῦ βάζω τοὺς μῆνας ποῦ ἔχουν τριάντα μία, διότι ἔχει καὶ ὁ Φεβρουάριος εἴκοσι ὀκτώ…
Ευανθια. — Καὶ ποιὸς σοῦ εἶπεν ὅτι θὰ τὸν ἔχω κάθε ἡμέρα;
Ὁ κ. Ψηταρασ, οὗτινος ἡ ἔξαψις μετετράπη ἀμέσως εἰς ἔκπληξιν. — Ἆ!
Ευανθια μειδιῶσα. — Κάθε ἡμέραν!
Ὁ κ. Ψηταρασ συνερχόμενος ἐντελῶς. — Δὲν θὰ τὸν ἔχῃς λοιπὸν κάθε ἡμέραν;....
Ευανθια γελῶσα. — Ξεκούτιανες, καϋμένε… Ἔλα, βγάλε τώρα τὴ ρόμπα σου.
Ὁ κ. Ψηταρασ, ὅστις ἀπέβαλε τὸν κοιτωνίτην καὶ ἐνεδύθη τὴν ρεδιγκόταν· — Μὰ ἔτσι πές μου, ἀδελφή…
Ευανθια. — Θὰ τὸν ἔχω ὅσαις φοραὶς θὰ δέχωμαι.
Ὁ κ. Ψηταρασ μετ’ εὐχαριστήσεως. — Ἆ, ἆ!
Ευανθια βλέπουσα τὸν ὑπηρέτην, ὅστις ἐκόμισε τὸ σαμοβάριον. — Ἐκεῖ ἐπάνω βάλε το.
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Ὅσαις φοραὶς θὰ δέχεσαι λοιπόν....
Ευανθια. — Μὰ εἶνε πράγματα νὰ τὰ ἐρωτᾷς αὐτά; Μόνον κάθε σάββατον.
Ὁ κ. Ψηταρασ ἰδίᾳ ξέων τὴν κεφαλὴν αὑτοῦ. — Ἀδιάφορον!.... πάλιν εἶνε σαράντα δραχμαὶς τὸ μῆνα.... κάθε σάββατον.... Ἂν ἦτο δυνατὸν νὰ ἐδέχετο κάθε δεκαπέντε, θὰ εἴχαμεν μίαν οἰκονομίαν ἀπὸ εἴκοσι δραχμαίς.... Θὰ τῆς τὸ προτείνω
Ευανθια. — Πήγαινε μέσα τὴ ρόμπα τοῦ κυρίου καὶ φέρε τὰ γλυκίσματα καὶ ὅ τι ἄλλο εἶνε.
Υπηρετησ ὑποκλίνων καὶ ἀπερχόμενος. — Ἀμέσως, κυρία.
Ευανθια δεικνύουσα τὴν ἄλλην θύραν. — Πήγαινε ἀπ’ ἐδῷ διὰ νὰ μὴ λερόνῃς τὸ ἀντρὲ μὲ τὰ σύρτα φέρτα σου.
Υπηρετησ συνοφρυούμενος ἰδίᾳ. — Νὰ μὴ λερόνω;
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Εἶνε κλειστὰ ἀπ’ ἐκεῖ.