Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 140.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
140

σοῦ φαίνεται ὅτι θὰ κάμνῃ κρύον ἔξω εἰς τὸ πέρασμα;…

Ευανθια — Τί κρύον;

κ. Ψηταρασ ρίπτων τὸ βλέμμα εἰς τὴν ἑστίαν. — Πῶς νὰ πάγω μέσα εἰς τὸ δωμάτιόν μου ἔπειτα ἀπὸ αὐτὴν τὴν φωτιάν… θὰ πάρω κανένα συνάχι· δὲν νομίζεις ὅτι ἠμπορῶ νὰ τὸ ἁρπάξω;

Ευανθια διανοίγουσα τὸν κοιτωνίτην τοῦ κ. Ψητάρα.. — Στάσου νὰ σὲ ἰδῶ· εἶσαι λαμπρὰ ἐνδυμένος..... δὲν ἔχεις ἀνάγκην παρὰ νὰ φορέσῃς τὴ ρεδιγκότα σου....

κ. Ψηταρασ δεικνύων ὅτι συμφωνεῖ πληρέστατα. — Ἔτσι αἴ;

Ευανθια. — Πηγαίνω νὰ σοῦ τὴν φέρω.

κ. Ψηταρασ γηθοσύνως. — Αὐτὸ ἤθελα νὰ σοῦ εἰπῶ τόσην ὥραν, Εὐανθίτσα μου, ἀλλὰ δὲν ἤθελα νὰ σὲ βάλω καὶ σὲ κόπον.

Ευανθια ἐξερχομένη. — Καλὲ δὲν βαρύνεσαι.

κ. Ψηταρασ μόνος περιτρέχων τὴν αἴθουσαν ἐν προφανεῖ στενοχωρία. — Τὶ ἰδέα! τί ἰδέα!… ποῦ τῆς ἦλθε νὰ δεχθῇ.... εἴμεθα ἡμεῖς γιὰ τέτοια πράγματα μὲ τρεῖς καρέκλαις καὶ μ’ ἕνα καναπὲ μισοσπασμένο;… Τὶ ἰδέα!.... μὰ τὶ ἰδέα!.... Ἤθελα νὰ τῆς κάμω τὴν παρατήρησιν ὅτι αὐτὰ εἶνε ἀνοησίαι, ἀλλ’ ἀφ’ ὅτου ἔχασα τὴν προῖκα της δὲν τολμῶ καὶ νὰ λέγω πολλὰ λόγια. Ἐκεῖνο τὸ μάτι της ὅταν μὲ κυττάζῃ εἶνε σὰν νὰ μοῦ λέγῃ: «Σιωπή, κύριε, μοῦ ἔφαγες τὴν προῖκα μου!» Δηλαδὴ ὄχι ὅτι τὴν ἔφαγα.... τὴν ἔχασα ὅμως, ποῦ εἶνε τὸ αὐτό.... Ἄχ, καλλίτερα νὰ τὴν ἔτρωγα τοὐλάχιστον σὲ διασκεδάσεις, θὰ εἶχα τώρα τὴν ἐνθύμησίν της, ἐνῷ δὲν ἔχω παρὰ τὰ γήπεδα!.... Εἰς τὴν ἀρχὴν ἔκαμα νὰ τῆς ρίξω ἕναν ποῦντον, μὰ δὲν ἠξεύρω διατὶ ἐδειλίασα ἔπειτα.... ἐφοβήθηκα τὸ μάτι της.... Δέχεται!.... [Σταυροκοπούμενος] Πίσω μου εἶσαι δαίμονα!.... [Τείνων τὸ οὖς] Ποιὸς ἔρχεται;… αὐτὸ εἶνε ἀνδρὸς βῆμα.... ἔχει γοῦστον νὰ ἤρχισαν ᾑ ἐπισκέψεις τῆς κυρίας.... κ’ ἐγὼ εἶμαι ἀκόμη μὲ τὴ ρόμπα μου… (Περίτρομος κρυπτόμενος ἐν τῇ γώνῳ τοῦ παραθύρου ὄπισθεν παραπετάσματος). Διάβολε!....

Εἰσέρχεται ὁ Υπηρετησ κρατῶν δίσκον πλήρη κυάθων καὶ ποτηρίων, ἅτινα συγκρουόμενα κροτοῦσι καθ’ ὅσον οὗτος προχωρεῖ. Φέρει λευκὸν λαιμοδέτην κατά τι ἐρρικνωμένον, φράκον, ἐφ’ οὗ διακρίνωνται μεγάλαι κηλῖδες καὶ οὗτινος τὰ μανίκια εἶνε βαθυτέρου χρώματος παρ’ ὅ τι τὸ ἐπίλοιπον ἔνδυμα, ἐξ οὗ ὑποτίθεται ὅτι παθόντων τῶν πρώτων σπουδαίαν βλάβην ἀντικατεστάθησαν ὑπ’ ἄλλων ἀνηκόντων εἰς ἄλλο φράκον. Περὶ τοῦ πανταλονίου, ὅπερ φέρει, δύνανται νὰ ὑπάρξωσιν ἐνδοιασμοί, ἂν καὶ κατὰ πόσον ἀνήκει τοῦτο εἰς τὴν πατριὰν τῶν