Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 078.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
78

— Όχι, ὁχι, Ηλία· αλλα καθως σοῦ εῖπα, εσύ μονο να φυσᾷς, απεκρίθηκε ὁ Κύριος.

Εις αυτα επάνω, αφίνει ὁ αυθέντης ὁ Χριστος τον γαλάζιο του μανδύα, ανασύρει τοῦ ῥούχου τα μανίκια, περιζώνεται την δερμάτινη ποδιά, και… — Εσύ, Πέτρε, έπαρε αυτο το σφυρί.

Πιάνει τότε μ’ ἕνα εύμορφο τρόπο την κόρη ὅπου εῖχαν φέρει μαζῇ τους, καὶ ζούφ! την καθίζει επάνω εις τὴν φλόγα και τον καπνο τῆς φωτιᾶς. Ήκουες «Άϊ! άϊ! άϊ!» ἡ Ταρασκονέζα. Και ὕστερα ζούφ! την ίδια επάνω εις τον άκμονα. Και πάτα! τάτα! πάτα! τάτα! Κτύπα μόνο, Πέτρε, κ’ έγνοια σου.

Ο Πέτρος το ’πῆρε με τα σωστά του· ανέβαζε και κατέβαζε εκεῖνο το σφυρί, ὡς να ’κτυποῦσε καθαυτο πυρο σίδερο.

Ὁ καπνος ὅπου ανέβαινε απο το καμίνι τοῦ σιδερᾶ εμοσχοβολοῦσε. Ὁ κακομοίρης ὁ Μαστρο-Κρόγιας εκύτταζε αυτα ὅλα ’σαν παραλογισμένος. Τοῦ ’φαίνουνταν πῶς εις τ’ όνειρό του τα έβλεπε.

Να μην τα πολυλογῶ, αφοῦ καλα ανέβηκαν και κατέβηκαν τα σφυριά, τινάζοντα κάθε φορα ταις σπίθαις εις ὅλο το εργαστήρι, και αφοῦ ὅλη ἡ δουλεια ετελείωσε, — και θεϊκα μάλιστα, ειμπορῶ νά σᾶς ειπῶ, — ὁ αυθέντης ὁ Χριστος ένδυσεν αμέσως την νύφη· αυτη δέ, καθο κουρασμένη, επειδη κ’ επέρασε τρεῖς φοραις απο την κόλασι εις το καθαρτήριο τοῦ σφυριοῦ, εκάθησε επάνω εις τον άκμονα και έτριψε τα μάτια της, ’σαν να ξύπνησε εκείνη την στιγμή. Τί να ιδῇς! απο μακρυα ὅπου ῆταν ’σαν κονταρόξυλο, εῖχε γίνει ούτε ὑψηλή, ούτε κοντή· ευμορφοκαμωμένη, παχουλη ’σαν να την έβγαλες απο τον τόρνο… τόσο ποῦ ὁ Πέτρος έχασε το νοῦ απο την χαρά του, να βλέπῃ, ῶ τοῦ θαύματος! εκείνη την αρραβωνιστική του λευκη ’σαν τον κρῖνο, με τριανταφυλλένια μάγουλα, μία νέα παρθένα ’σαν το κρύο νερό· και να τον βλέπῃ, και να τοῦ χαμογελᾷ γλυκά, γλυκά.

— Αί, φίλε, γυρίζει τότε και λέγει ὁ Ἅγιος Ηλίας εις τον Μαστρο-Κρόγια· πῶς την βλέπεις αυτη την εργασία; Σοῦ φαίνεται πῶς να επέτυχε;

— Μ!… κἄμποσο καλά, δια ἕνα παιδί ὅπου δεν εῖνε αυτη ἡ καθαυτο δουλειὰ του· — αποκρίνεται ὁ σιδερᾶς μ’ ἕνα στρυφνο χαμόγελο· — κίτρινος ὅμως σαν το κυδῶνι το ὥριμο.

— Λοιπον έχε ’γειά, εῖπεν ὁ Ἅγιος Ηλίας, και καλή σου φώτιση, μάστορα τῶν μαστόρων σιδεράδων· καλή σου φώτιση!

Και νά σου ὁ καλός σου ὁ Ἅγιος Πέτρος κλίνει και προσφέρει εις την αρραβωνιστική του τον αγκῶνά του· αυτη κοκκινίζει και