Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 070.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
70


2

Νὰ λησμονήσω; Πῶς ποτὲ νὰ καταπι’ ἡ λήθη
ὅ,τι μ’ ὑπῆρξεν ἱερὸν κ’ ἐνθέρμως ἠγαπήθη;
Τίς ὁ τὸ φῶς τοῦ βίου του σβεσθέν, τὰ ὄνειρά του
ἰδὼν σβεσθέντα, δὲν ποθεῖ τὸν ὕπνον τοῦ θανάτου;

3

Ὦ φίλε! Ὅτ’ ἐκάθησο πλησίον μου εὐδαίμων,
ἐπίστευον πῶς φθονερὸς θὰ σ’ ἀναρπάσῃ δαίμων.
Κοινῆς ἀγάπης εἴδωλον, ἐλπίδων πλήρης, νέος,
ἐπίστρεψον! Ἐπιστροφήν; Ὤ! τὴν ζητῶ ματαίως.

4

Ἂν μᾶς χωρίζ’ ἡ ἀχανὴς ἀπόστασις, ὁ χρόνος,
ἀλλ’ ἡ καρδία μου πρὸς σὲ προστρέχει εὐγνωμόνως.
Ἀπῆλθες, κ’ εἶν’ ὁ βίος μου, ἂν δὲν ἐπανακάμψῃς,
ὅ,τι μεθ’ ἥλιον λαμπρὸν σβεστοῦ ἀστέρος λάμψις.

5

Νὴ ἦτον ὅμως ὄνειρον, μὴ εἰς ἀπάτην ἤμην
πιστεύσασα εἰς τὸ φρικτὸν ὃ θλίβει μου τὴν μνήμην;
Ὤ! ἴσως ζῇς, εἰ καὶ μακράν, καὶ θάλλει ἡ ζωή σου
εἰς τῆς Αἰγίνης τὰς ἀκτάς, τῆς καλλιφλοίσβου νήσου.

6

Φρικτὸν πρὸ χρόνων μήνυμα μοὶ ἔφερε τὸ κῦμα
μακρόθεν, πώς διέρρηξε τοῦ φίλου μου τὸ νῆμα
ὁ θάνατος, κ’ ἐπρόφεραν τὴν ὥραν τοῦ θανάτου
ἐμοῦ, ἐμοῦ τὸ ὄνομα τὰ χείλη τὰ ὠχρά του.

7

Τ’ ἀπαίσια μηνύματα αὐτὰ ἂν ἦσαν ψεύδη!
Ἀνίσως ἔτι πνέῃ ζῶν καὶ πρὸς ἐμὲ ἂν σπεύδῃ!…
Ἀλλ’ ὄχι, φεῦ! Τὸ ἄγγελμα τὸ τὴν πληγήν μοι δόσαν
αὐτὸ ὡμίλει πατρικῆς ἀπελπισίας γλῶσσαν.

8

Ἀπῆλθεν! Ἦτον τῶν Θεῶν ἀγαπητός· κ’ ἐκεῖνοι
πλησίον τὸν ἠθέλησαν τοῦ θρόνου των νὰ μείνῃ.
Ἀλλὰ κ’ εἰς τὰ Ὀλύμπια ἀφ’ οὗ ἀνέβη ὕψη,
πρὸς τὴν ἀγάπην του ποτὲ νὰ βλέπῃ δὲν θὰ λείψῃ.