Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 062.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
62

προτεραίας διαμαρτυρηθέντων εἰς βάρος του συναλλαγματικῶν.

Ὁ Κίμων μόλις συνεκράτει τὰς διασαλευθείσας φρένας του ὅταν εὑρέθη αἴφνης πρὸ τοῦ οἰκονομικοῦ αὐτοῦ χάους, εἰς ὃ ἐκρημνίζετο ἀφεύκτως πλέον ἡ περιουσία του πᾶσα, ἡ κοινωνική του θέσις, ἡ ὑπόληψίς του, ἡ οἰκογενειακή του γαλήνη, ἡ εὐτυχία του, ὁ ἔρως του, ἡ Λίνα του, τὸ πᾶν!

Ἡ Λίνα ἀπερροφημένη τὴν ἡμέραν ἐκείνην περὶ τὴν συμπλήρωσιν τῆς χορευτικῆς της προετοιμασίας δὲν εὗρε καιρὸν νὰ ἀναγνώσῃ ἐπὶ τῆς ὠχρᾶς καὶ καταβεβλημένης φυσιογνωμίας τοῦ Κίμωνος τὸ ἐνδόμυχον μαρτύριον τῆς ψυχῆς του. Ἐνῷ δὲ εἶχεν ἐξέλθει οὗτος ἐνωρὶς παρὰ τὸ σύνηθες, ἐπέστρεψε πολὺ πέραν τῆς μεσημβρίας χωρὶς νὰ προγευματίσῃ, χωρὶς κἂν νὰ ἀναπαυθῇ, σύννους καὶ σιωπηλός. Ἀλλ’ ἡ Λίνα δὲν παρετήρησε τὴν ἀσυνήθη αὐτὴν ἀταξίαν. Πρὸς τὸ ἑσπέρας ἐπανῆλθεν οἴκαδε περίφροντις, καὶ παραλαβὼν ἐκ τοῦ γραφείου του ἔγγραφά τινα ἐξήρχετο ἐν σπουδῇ. Ὅταν δὲ ἡ Λίνα, πλήρης χάριτος καὶ τρυφερότητος, τῷ ὑπέμνησεν ὅτι τὴν ἐννάτην ὥραν δέον νὰ ὦσιν ἕτοιμοι διὰ τὸν χορόν, ὁ Κίμων κατένευσε μηχανικῶς καὶ ἀσυνειδήτως χωρὶς οὐδὲ νὰ ἐννοήσῃ κἂν τί τῷ ἔλεγεν ἐκείνη.

Ἀλλ’ ἐν τῇ συνεσκοτισμένῃ φαντασίᾳ τοῦ Κίμωνος αἱ συμφοραὶ αὗται ἐλάμβανον μείζονας ἔτι διαστάσεις καὶ ζοφερώτερα χρώματα, ὅταν πρὸ πάντων ἀνελογίζετο τὴν Λίναν, εἰς ἣν οὐδὲν εἶχεν ἀνακοινώσει μέχρι τῆς ἡμέρας ἐκείνης, διότι ἔτρεμε μὴ τὴν κεραυνώσῃ διὰ τῶν ἀποκαλύψεων τούτων.

Ἀλλὰ καὶ πῶς νὰ τολμήσῃ, πόθεν ν’ ἀντλήσῃ τὴν δύναμιν καὶ τὸ θάρρος, νὰ τὴν ἀφυπνίσῃ ἀπὸ τὰ χρυσᾶ ἐκεῖνα ὄνειρα τῆς εὐτυχίας της εἰς τόσῳ τρομερὰν καὶ ἀπίστευτον πραγματικότητα; Πῶς νὰ τῇ ἀναγείλῃ ὅτι διέρρευσεν εἰς χεῖράς του ὅλη της ἡ προίξ, ὅτι προεξώφλησε τόσον ἀφρόνως τὸ μέλλον της καὶ ὅτι εἰς το ἑξῆς εἶνε καταδεδικασμένη εἰς βίον ἄσημον καὶ ἀφανῆ, μεστὸν ἐνδείας καὶ στερήσεων; Καὶ τί δικαίωμα εἶχε νὰ τὴν ἀποσπάσῃ ἀπὸ τὴν γαλήνην καὶ τὰς ἀθώας συγκινήσεις τοῦ παρθενικοῦ της θαλάμου καὶ τῶν μητρικῶν κόλπων, διὰ νὰ τὴν καταστήσῃ συνυπεύθυνον τῆς ἀφροσύνης του; Καὶ ὑπὸ τοιούτους ὅρους ἦτο ἆρά γε δυνατόν ποτε νὰ διατηρηθῇ ὁ ἐνθουσιασμὸς καὶ ἡ γλυκεῖα ἐκείνη ποίησίς τῆς ἀγάπης των;