Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 363.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
363

Εἶνε ὄντως ἄξιαι μελέτης αἱ νυκτεριναὶ αὗται συναθροίσεις· ὄχι μόνον διότι αὗταί εἰσιν αἱ μόναι διασκεδάσεις, ἀλλὰ διότι ἐκεῖ ἀποκαλύπτεται νέα φυσιογνωμία τῆς πρωτευούσης ἄγνωστος, ὁ πραγματικὸς χαρακτὴρ ἄλλου λαοῦ ἢ τοῦ Ἀθηναϊκοῦ. Ἔσω καὶ ἔξω τῶν καφενείων ἐκείνων, ἅτινα ἀντὶ παραθύρων καὶ θυρῶν ἔχουσι μίαν ἀπέραντον καὶ μονοκόμματον εἴσοδον, ἀνοιγομένην ὡς χάσμα σπηλαίου μὲ τοὺς τοίχους τῆς αἰθούσης τοῦ καφενείου ἐπεστρωμένους διὰ χάρτου, μὲ τὰς χαμηλὰς στέγας, μὲ τας καπνιζούσας λάμπας, μὲ τὰ βρωμερὰ δάπεδα καὶ τὰ ξύλινα τραπέζια, ἐφ’ ὧν κολλητικαὶ οὐσίαι σχηματίζουσι μικροὺς ρύακας παρασύροντας τρίμματα καπνοῦ, καὶ πέριξ τῶν τραπεζῶν τούτων τύποι ἀνθρώπων, οὓς δὲν βλέπει τις μήτε εἰς τὴν πλατεῖαν τοῦ Συντάγματος, μήτε εἰς ἕτερα κέντρα τῆς πρωτευούσης, δίδουσιν ὄψιν ὁδοῦ ἀνατολικῆς πόλεως, καφενείου τοῦ Γαλατᾶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἔνθα μόνον τὰ φεσάκια τῶν ζαπτιέδων καὶ αἱ ὑποφώσκουσαι κάμαι λείπουσιν, ἵνα δώσωσι τελειοτέραν τὴν εἰκόνα.

Πρὸς τὰ μέρη ἐκεῖνα ἡ ὄψις τῆς πόλεως ἀλλάσσει καθ’ ὁλοκληρίαν· δὲν εἶναι αἱ Ἀθῆναι ἃς γνωρίζομεν, αἱ Ἀθῆναι τῶν παγωτῶν καὶ τῆς πολιτικῆς φλυαρίας, εἶνε τμῆμα τοῦ Γαλατᾶ ἀποσπασθὲν, εἶνε τμῆμα τοῦ Φασουλᾶ τῆς Σμύρνης μεταφερθὲν ἐν τῷ κεντρικῷ αὐτῷ διαμερίσματι τῆς πόλεώς μας μὲ τὰ σαντούριά του, μὲ τὴν ἀνατολικὴν τὴν πλήρη πάθους μουσικὴν, μὲ τὸν φλοῖσβον τῶν ναργιλέδων καὶ μὲ τὴν ἀποχαύνωσιν τῶν ἀνθρώπων, ὧν αἱ κεφαλαὶ ὑποτρέμουσιν ἡδυπαθῶς κινούμεναι εἰς ἑκάστην ἀπήχησιν στεναγμοῦ, ὃν ἀφίνει ἡ παχύσαρκος Ἀρμενία, ἥτις ἐπὶ μικρᾶς ἐξέδρας τοῦ καφενείου ἐκτραγωδεῖ τὰς ἐρωτικὰς περιπετείας τοῦ Μέμου, καὶ μαγεύει διὰ τοῦ σπαρακτικοῦ της ἀμὰν, καὶ συγκινεῖ τοὺς αἰσθανομένους μέχρι τῶν βαθυτάτων τῆς ψυχῆς των τὴν αἰσθητικὴν ἀπόλαυσιν τῆς πυρίνης αὐτῆς μουσικῆς, ἥτις φθάνει εἰς τὰ ὦτά των ὡς στεναγμὸς ἀπορφανισθείσης τρυγόνος, τὰ δὲ ὄμματα τῶν ἀνατολιτῶν αὐτῶν καρφόνονται πλέον ἐπὶ τῆς ἀβροσάρκου ἀνατολίτιδος, ἧς ἡ σουλτανικὴ νωχέλεια καὶ ἡ χαυνότης τῶν ὀφθαλμῶν, τοὺς συγκρατεῖ ἐν σιγῇ καὶ ὅταν παύσῃ ἀκόμη τὸ ᾆσμά της, τὰ δὲ μονότονα ὄργανα τῆς συνοδευούσης αὐτὴν ὀρχήστρας, ἀντηχοῦσι μόνα, καὶ ὅταν οἱ παίζοντες αὐτὰ ψάλλωσι μὲ βραχνὴν ἐκ τῆς ρακοποσίας φωνὴν, ἐνσπείροντες τὴν ἀηδίαν καὶ ἀνορθοῦντες τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς. Ποῦ νὰ ξεκολλήσωσιν ὅμως ἀπὸ τῆς θέσεώς των οὗτοι. Ποῦ νὰ ἀφήσωσι τὴν ἀποπνέουσαν βδελυρὰν ὀσμὴν τῆς αἰθούσης τοῦ καφενείου. Ἐκείνη ἡ Ἀρμενία μὲ τὴν ἐλαφρῶς