Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 346.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
346

καὶ βλέπεις μαύρη, σκοτεινὴ τὴν ὠμορφιὰ τοῦ κόσμου....
Χύνε ποτάμι δάκρυα· ἄσ’ τὴν καρδιὰ νὰ βρέξῃ
τὴ φλογισμένη της βροχὴ ἀπ’ τὰ καϋμένα μάτια!
Σ’ αὐτὸ τὸ δάκρυ πὤρχεται ἀπὸ ’ψηλὰ σὰν χάρις,
λὲς ξεθυμαίνει ἡ ψυχὴ κι’ ὁ πόνος ξαλαφρόνει....

Σὲ φλογισμένα σύγνεφα ὁ ἥλιος βασιλεύει,
καὶ λάμπ’ ἡ δύση στὰ βουνὰ ποῦ λὲς φωτιὰ νὰ ἦναι....
Ῥίχτει ὁ ἥλιος πρὸς τὴν γῆ τὴν ὕστερη ἀχτίδα,
καὶ ἄλλαις λύπαις καὶ χαραῖς ἀντάμα χαιρετάει.....
ναί, ἄλλαις λύπαις καὶ χαραῖς· πόσοι αὐτὴ τὴν ὥρα
ξένοιαστοι μέσα στῆς ζωῆς τὸν κῆπο ξεφαντώνουν,
καὶ πόσοι πάλι πιὸ πολλοί, μὲ τὴ γλυκειὰ ἐλπίδα
σύντροφο μόνε ἀχώριστο, μερόνυχτα τοῦ κάκου
νὰ ’δοῦνε πρᾶμα μιὰ φορὰ προσμένουν τ’ ὄνειρό τους!
Ψεύτρα ἐλπίδα! πάντα νηά, χαρούμενη κυττάζεις
ποιὸς πάσχει, κι’ ὅλη προθυμιά, παρηγοριὰ γιομάτη,
βάλσαμο χύνεις σταῖς πληγαῖς ἀλλὰ δὲν ταῖς γιατρεύεις....
Ὡς καὶ στὴν ὕστερη στιγμὴ τὴ φοβερὴ ἐκείνη,
ποῦ πλέον βλέπομε τὴν γῆ μὲ μάτια θολωμένα,
καὶ τότ’ ἀκόμη ἔρχεσαι χλωμή, συγνεφιασμένη,
τὸ «κατευόδιο» νὰ μᾶς πῇς σ’ ἄλλη ζωὴ ἀπάνω.....
Ψεύτρα ἐλπίδα! Ὄνειρο σ’ ἀγρυπνισμένα μάτια!
Κι’ ὅμως ἂν ἔλειπες καὶ σὺ ἀπὸ τὸν ψεύτη κόσμο,
σὲ τὶ σκοτάδι φοβερὸ ὁ ἄνθρωπος θὰ ἦταν!

Ἀκόμα εἰς τὸν οὐρανὸ δὲν πρόβαλαν τ’ ἀστέρια,
ἔσβυσε πλέον ἡ φωτιὰ ποῦ ἔλαμπε στὴ δύση,
κ’ ἔγειναν στάχτη καὶ καπνὸς τὰ σύγνεφα ποῦ καῖγαν....
Κοιμᾶτ’ ἡ θάλασσα γιαλί, καὶ στ’ ἁλμυρό της στρῶμα,
ὅλος καμάρι ὁ οὐρανὸς ξαπλόνει ταῖς φτεροῦγαις.
καὶ βλέπεις ἄλλον οὐρανὸν τὴ θάλασσα ποῦ λάμπει.
Θεέ μου! τί πανόραμα ἡ φύσις! τί μυστήριο!
Ἔρριψε ὁ νηὸς τριγύρω του μία ματιὰ καὶ βλέπει
Ὅλη αὐτὴ τὴν ὠμορφιὰ νὰ τοῦ γελᾷ μὲ χάρι.
σὰν νὰ τοῦ λέγῃ «ζῆσε, νηέ, κ’ εἶν’ ἡ ζωὴ ὀλίγη,
γιὰ νὰ λατρεύσῃ ὁ θνητὸς τὰ θεϊκὰ τὰ δῶρα!…»
Τὸ κλάμμα λὲς καὶ τοὔδωκε ἀνάσα μέσ’ στὰ τὰ στήθεια,
κι’ ἀγάλι ἀγάλι διάβηκε νὰ πάρῃ ’λίγο θάρρος..
Ἡ ψεύτρα ἐλπίδα στὴν καρδιὰ τὶ τάχα νὰ τοῦ λέγῃ,
κ’ ἔχει τὸ μάτι ξάστερο καὶ πρόσχαρη τὴν ὄψι.....