Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 296.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
296

ὅστις θὰ ἔλεγέ τις ὅτι τὸν ἀνέμενε. Καθότι ἡμεῖς ἐπισκοποῦντες πάντοτε ἀπὸ τοῦ ὑψηλοῦ ὀρόφου τὴν θάλασσαν ἐβλέπομεν ἐνίοτε προσεγγίζον τὸ μιλτοβαφὲς πλοῖον καὶ ὅτε ἀνηγγέλλομεν τοῦτο εἰς αὐτόν, οὐδόλως ἐξεπλήσσετο ὡς νὰ εἶχε γνῶσιν τοῦ κατάπλου του. Ἅμα τῇ ἀγκυροβολήσει του ὁ γνωστὸς πλοίαρχος πάντοτε ὁ ἴδιος, ἀμετάβλητος, μυστηριώδης, ἔσπευδε ν’ ἀνέλθῃ πρὸς ἡμᾶς. Ἔσφιγγε τὴν χεῖρα τοῦ πατρός μου περιλύπως παρατηρῶν αὐτὸν ὡς νὰ τοῦ ἔλεγε πολλὰ διὰ τοῦ βλέμματός του, μᾶς ἠσπάζετο καὶ ἐκάθητο εἰς τὸ αὐτὸ μέρος πάντοτε, εἰς ἕδραν τινά, τοποθετημένην ἀντικρὺ τοῦ παραθύρου, ἀφ’ οὗ ἐφαίνετο κυμαινομένη ἡ θάλασσα τοῦ Κορινθιακοῦ κόλπου. Δὲν ὡμίλει. Ἔπρεπε νὰ ἀποτείνῃ τις αὐτῷ δέκα ἐρωτήσεις διὰ νὰ λάβῃ μίαν ἀπάντησιν καὶ πολλάκις παρήρχετο ὅλη ἡ ἐπίσκεψίς του ἐν σιγῇ.

Ἐνίοτε λησμονοῦντες τὴν ἀγριότητα τοῦ βλέμματός του ἐσυρόμεθα μέχρι τῶν γονάτων του. Μᾶς ἐνηγκαλίζετο τότε μετὰ θερμότητος καὶ ὑγρότης τις, ἣν δὲν ἠδύνατό τις νὰ ὀνομάσῃ δάκρυον, παρετηρεῖτο ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν του. Ἄλλοτε πάλιν ὁπότε τῷ ἀπετείνομεν ἐρωτήσεις, ἐὰν ἔχῃ τέκνα, πατρίδα, γυναῖκα, ἀγρία λάμψις ἀπήστραπτεν ἐν τῷ βλέμματί του αἰφνιδίως καὶ πτοούμενοι ἀπεσυρόμεθα μακράν του.

Ὡς ἤρχετο αἰφνιδίως, οὕτω καὶ ἔφευγε. Παρήρχοντο ἡμέραι, ἑβδομάδες, μῆνες καὶ μετὰ παρέλευσιν ἱκανοῦ χρόνου ἐβλέπομεν ἐξαίφνης τὸ πλοῖον ἐπιστρέφον καὶ πάλιν πάντοτε μὲ τὸ αὐτὸ χρῶμα, μιλτοβαφές, ζωηρῶς ἐρυθρὸν ὡς νὰ μὴ διέπλευσε θαλάσσας, προσόμοιον μὲ τὸ ἀμετάβλητον τοῦ κυρίου του. Εἴχομεν οὕτω συνειθίσει ἀμφοτέρους καὶ ὁσάκις ἐμαντεύομεν ὅτι τὰ λευκάζοντα ἐκεῖ κάτω, εἰς τὸ βάθος τοῦ κόλπου, ἱστία ἦσαν τὰ ἰδικά του, ᾐσθανόμεθα ἀληθῆ χαράν, ἣν ἐξεδηλοῦμεν ἐπὶ τῇ εἰσόδῳ τοῦ παραδόξου πλοιάρχου ἐν τῇ οἰκίᾳ μας.

Τὸν εἴχομεν ἐπὶ τέλους ἀγαπήσει.

Ἡμέραν τινὰ ἀνεχώρησε καὶ δὲν ἐπανῆλθε πλέον. Μάτην ἀνεζητοῦμεν ἐπὶ καιρὸν τὰ ἱστία τοῦ πλοίου πρὸς τὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντος· μάτην τὸν ἀνεμένομεν ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν νὰ καταπλεύσῃ. Τὸ μιλτοβαφὲς πλοῖον δὲν ἐπέστρεφε πλέον. Μετὰ τὴν παρέλευσιν τεσσάρων μηνῶν ὁ πατήρ μου ἐφαίνετο περίλυπος διὰ τοῦτο. Ἐνίοτε μᾶς ἔστελλεν ὁ ἴδιος νὰ ἐπισκοπήσωμεν τὴν θάλασσαν καὶ ἐζήτει καθ’ ἑκάστην πληροφορίας παρὰ παντὸς νεωστὶ καταφθάνοντος πλοίου.

Τοῦτο διήρκεσεν ἐπί τινα χρόνον. Κατόπιν ὁ παράδοξος πλοίαρχος μὲ τὸ ἐρυθρὸν πλοῖόν του ἐλησμονήθη τελέως. Τοὐλάχιστον ἡμεῖς σπανίως ἐλαμβάνομεν ἀφορμὴν νὰ τὸν ἐνθυμούμεθα.