Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 286.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
286

ἀποδώσῃ εἰς τὴν δευτέραν παρουσίαν τὸ σῶμά του, τὸ ὁποῖον ἤδη ὑπὲρ αὐτοῦ ἑκουσίως ἐγκατέλειπεν.

Εἰς τοὺς ἀρχαίους Ἀθηναίους ἡ αὐτοκτονία ἐτιμωρεῖτο διὰ τοῦ Ἀρείου Πάγου, διὰ τῆς ἀπαγορεύσεως τῆς ταφῆς τοῦ αὐτοκτονοῦντος. Ὁ Πλούταρχος καταδικάζει τὴν αὐτοκτονίαν διὰ τῶν λόγων τοὺς ὁποίους θέτει εἰς τὸ στόμα τοῦ Κλεομένους, ἀγορεύοντος πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους. Ὁ Καῖσαρ ἔλεγεν, ὅτι δὲν εἶνε ἀρετὴ ἀλλὰ ἀδυναμία, τὸ νὰ μὴ δύναταί τις νὰ ὑποφέρῃ τὰ δεινὰ τῆς ζωῆς, προτιμῶν τὸν θάνατον τῆς λύπης. Ὁ Σωκράτης εἰς τὸν Φαίδωνα λέγει, ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται εἰς τὸν ἄνθρωπον νὰ φονεύῃ ἑαυτόν. Ὁ Μονταὶν (Montaigne) λέγει, ὅτι οἱ ἀνανδρότεροι ἀποφεύγουν τὰς καταδρομὰς τῆς τύχης, διὰ τῆς αὐτοκτονίας, μὴ δυνάμενοι νὰ ἀντιμετωπίσουν αὐτὰς καὶ περιγράφει τὴν ἔκλαμπρον προετοιμασίαν τῆς αὐτοκτονίας τοῦ μείρακος αὐτοκράτορος Ἡλιογαβάλου. Ἔκτισε λέγει ὁ ἄνανδρος αὐτοκράτωρ λαμπρὸν πύργον, μὲ πέριξ πλάκας πεποικιλμένας μωσαϊκῶς διὰ πολιτίμων λίθων, ἐφ’ ὧν καταπίπτων κρημνιζόμενος ἐκ τῆς κορυφῆς τοῦ πύργου αὐτοκρατορικῶς νὰ ἀποθάνῃ. Κατεσκεύασε σχοινίον χρυσοῦν, ὅπως δι’ αὐτοῦ αὐτοκρατορικῶς ἀπαγχονισθῇ, καὶ διετήρει τὸ δηλητήριον ἐντὸς πολυτίμου ἀγγείου κεκοσμημένου μὲ τοπάζια καὶ σμαράγδους, ὅπως ἐκλέξῃ τῆς ἀρεσκείας του τὸν θάνατον κατὰ τὴν ἐσχάτην ὥραν του. Δὲν ἐπρόφθασε νὰ αὐτοκτονήσῃ. Οἱ Πρωτεριανοί του τὸν ἐθανάτωσαν καὶ ἔσυρον τὸ σῶμά του εἰς τὰς ὁδοὺς τῆς Ρώμης.

Ὑπάρχει ἢ δὲν ὑπάρχει διατάραξις τῶν φρενῶν τοῦ σκληροῦ καὶ λαγνοῦ τούτου τυράννου ἐν μιᾷ τοιαύτῃ προετοιμασίᾳ, ὅστις ἀφ’ ἑτέρου ἐξηνάγκασε τοὺς Ρωμαίους νὰ προσκυνήσουν μίαν μαύρην κωνικὴν πέτραν, ὀνομάζων αὐτὴν Θεὰν Χαλγκὰχ-Βαὰλ κτίσας μεγαλοπρεπεῖς ναοὺς πρὸς αὐτήν;

Ὁ Διογένης συναπαντηθεῖς καθ’ ὁδὸν μετὰ τοῦ φιλοσόφου Σπευσίππου, ὅστις ἦτο παραλυτικός, ἠρνήθη νὰ τὸν χαιρετίσῃ, λέγων πρὸς αὐτόν; «Εἶσαι ἀνάξιος, Σπεύσιππε, τοῦ ὀνόματος τοῦ φιλοσόφου, διότι εἶσαι ἄνανδρος νὰ ζῇς ἐν τοιαύτῃ καταστάσει».

Ὁ Τούλιος Μαρκελῖνος, νοσῶν ἐξ ἀσθενείας ἣν οἱ ἰατροὶ ἐθεώρουν ὄχι ἀθεράπευτον ἀλλὰ μακράν, προσεκάλεσε τοὺς φίλους καὶ συγγενεῖς του καὶ διεμοίρασε τὰ ὑπάρχοντά του. Εἶτα διὰ τρεῖς ἡμέρας ἠρνήθη νὰ λάβῃ οἱουδήποτε εἴδους τροφήν, καὶ οὕτω ηὐτοκτόνησεν ἐξ ἀσιτίας. Ὁ Πλούταρχος λέγει: ὁ αὐτοκράτωρ Ὄθων, ἡττηθεὶς παρὰ τοῦ Βιττέλου καὶ μὴ ἐπιθυμῶν νὰ δώσῃ νέαν μάχην, τὴν ὁποίαν οἱ στρατιῶταί του ἐπιμόνως τοῦ ἐζήτουν, ηὐτοκτόνησεν ὅπως διὰ τοῦ αἵματός του καταπαύσῃ τὸν