Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 261.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
261


κ’ ἐστήθηκ’ ἐμπρός μου
φρικτὰ μανιωμένο.
Ἐγ’ ὅμως χυμένο
τὸ φῶς σου θαρρῶ·

κι’ ἂν δείχνω ’ς τὸν κόσμο
πῶς τάχα κοιμοῦμαι,
ποτὲ δὲν σ’ ἀρνοῦμαι
μὲ θάρρος σ’ ὑμνῶ.

Ἀζήλευτη φήμη,
ποῦ γλήγορα βγαίνει,
συχνὰ δὲν αὐξαίνει,
τελειώνει βουβή·

ἀλλ’ ὅταν μ’ ἀγῶνα
τὸν Φθόνο σκορπίσῃ,
γιὰ πάντα θὰ ζήσῃ
πιστή σου ἀδελφή.

Σὰν νἄμουν μαζί σου
’ς ἀγνώριστη χώρα,
’ς τὸν ὕπνο μου τώρα
σὲ βλέπω συχνά.

Κ’ ἐκεῖ ποῦ ’ς τὸν ὕπνο
μ’ ἀνάβεις τὸ στῆθος,
’ς τὸ μέτωπο πλῆθος
μοῦ δίνεις φιλιά.

Σύ, Δόξα, τὰ νέφη
τοῦ μέλλοντος σχίζεις
καὶ πάντα ῥαντίζεις
μ’ ἀκτίναις τὴν γῆ·

κι’ ἂν μ’ ἔξοχη ἀγάπη
γιὰ σὲ λακταροῦνε
ἀθάνατοι ζοῦνε
μαζί σου οἱ θνητοί.

Σ’ ὡρκίσθηκα πίστι,
τὸν ὅρκο φυλάω·
γιὰ σὲ πολεμάω
μὲ τόσα δεινά.

Καὶ σὺ μὲ τὸ φῶς σου
Θεά, σκέπασέ με,
’ψηλὰ σήκωσέ με
μὲ τ’ ἄσπρα φτερά.

Κι’ ἀνίσως μὲ φέρῃς
’ς τὴν ἄπειρη σφαῖρα
καὶ ἀνέσπερη μέρα
μὲ κάμῃς νὰ ἰδῶ,

’ς τὸ μέγα στεφάνι
ποῦ ’κεῑ σὲ στολίζει
ἓν ἄνθος ν’ ἀξίζῃ
θὰ δέσω κ’ ἐγώ.