Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 223.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
223

γάρον διαγράφω μαυροκύανα νεφύδρια. Ἔξω, εἰς τὸ βάθος ἄποψις μελάγχολος τζαμίου· ἴσως ἡ βροχὴ ῥυθμικῶς κροτεῖ ἐπάνω τοῦ ἐρήμου λιθεστρώτου…

Εἰς τὰ βάθη τῆς Ἀνατολῆς ἡ σκηνογραφία κάποτε ἀλλάσσει. Κατὰ τὰς στιγμὰς τῆς εὐθυμίας, κατὰ τὸ μακρὸν ἰδίᾳ τρίνυκτον τοῦ Ἐγὶν ἀξαμ — τῆς Γλεντοβραδυᾶς — ὅπερ προηγεῖται παρὰ τοῖς ἀνατολίταις τούρκοις τῆς τελέσεως τοῦ γάμου, ἡ συνήθης τῶν ραψῳδῶν τούτων θέσις εὕρητ’ ἐν τῷ Σελαμλὶκ, τῷ ἀνδρωνίτῃ. Κ’ ἔτι πρός· ἐπειδὴ ἐκεῖ τὰ ἤθη ἀδελφοῦνται καὶ συγχέονται, δυνατὸν ἀκόμη καὶ τοῦ χριστιανοῦ μας προύχοντος ἡ αἴθουσα καὶ τοῦ Ἕλληνος ἀγρότου ἡ καλύβη, κατὰ τὰς ἑσπέρας πάλιν γάμων εἴτε ἑορτῆς, νὰ φιλοξενήσῃ τοὺς ἰδιορρύθμους τούτους καλλιτέχνας. Θεωροῦνται διεθνὴς, νὰ εἴπωμεν, ἀπόλαυσις: καὶ χριστιανῶν καὶ τούρκων.

Καὶ ἐκεῖνοι οὕτως ἄρχονται τοῦ ᾄσματος. Ἐπειδὴ εἰς στίχους πάντοτε πλέκεται τὸ δρᾶμα, ἡ ἐποποιία των. Ἕκαστος αὐτῶν ὑποδύεται ἓν πρόσωπον — δίχως διὰ τοῦτο ν’ ἀλλοιώσῃ τὴν στολήν του, τὰς κινήσεις, τῆς μορφῆς τὴν ἔκφρασιν. Ψάλλει μόνον ἀναπαυτικώτατα καθήμενος ἀντὶ, ὅπως ἄλλοτε, νὰ ὁμιλῇ. Καὶ ἁρμολογοῦνται οὕτως οἱ μονόλογοι, καὶ μηκύνονται εὐρρύθμως αἱ ἀποστροφαὶ, καὶ ἀραβουργεῖται εἰς διάλογον ἡ δρᾶσις ἐν ἑνὶ ἰδίῳ μινυρίσματι φωνῆς, ὡσεὶ διὰ μέσου καλαμώνων μὲ πνοὴν ὁμοίαν αὔρας αὔλημα… Ὅλα τῆς ζωῆς τὰ πάθη οὕτω παρελαύνουσιν ἐν τοῖς χαμηλοῖς ἐκείνης τόνοις, ἀναμίκτοις σοβαρότητος καὶ μελαγχολίας, τοὺς ὁποίους κάποτε, σπανίως ζωηροῖ ῥιπὴ ἐξάψεως. Συνηθέστερός ἐστις ὁ Ἔρως. Διότι ἔχει τὸν σεβδᾶ αὐτοῦ, τὸν πολὺ βαρὺν σεβδᾶ του καὶ ὁ τοῦρκος: Ἄχ! Ἐκείν’ ή ζαχαρένια Λεϊλὰ, μέσα ’ς τὸν βαξὲ τῆς ὠμμορφιᾶς ὁ πειὸ ἄσπρος κρῖνος, δὲν ἐδέχθηκεν — ἡ ἄπονη! — κι’ ἀπέστερξε τὸν ὡραῖον Κιοὺλ δεστὲ ποῦ τῆς ἔρριξε μ’ ἀγάπη ὁ Ὀσμάν. Κ’ εἶχε τόσα λούλουδα — τὴν ἄπονηη! — καὶ ’ς τὸ κάθε φύλλο, ὅπως ἤτανε μαζὺ ἀδελφωμένα, ἐκρυβῶνταν, σὰν σὲ μυρωμένο γράμμα, τόσα λόγια, πόνοι, ὄνειρα, λαχτάραις!.. Τώρα ὁ Ὀσμὰν ἐχάθηκεν, ἐχλωμίασε· καὶ γιὰ νὰ ξεχάσῃ τὸν καϋμό του — γιὰ μιὰν ἄπονη! — ποῦ τὸν κυνηγάει ὡσὰν σκιάχτρο, ὡσὰν φάντασμα, πίνει ὁ