Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 183.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
183

μὲ πείσῃ ὅτι ἔχει μαζῆ της ἐρωτικὴν συνέντευξιν ἐδῷ εἰς τὴν σκιάδα ποῦ βλέπομεν ἐμπρός μας, δὲν εἶχε τὴν ἀναίδειαν νὰ μὲ παρακαλέσῃ νὰ βάλω τὸν Παλινούδην νὰ παίξῃ χαρτιὰ, διὰ νὰ μὴ τύχῃ καὶ τὸν ἀνησυχήσῃ δῆθεν;

Η πολυσαρκοσ κυρια μετὰ περιεργείας. — Καὶ σὺ τί ἔκαμες;

Βασαλοσ σείων τὴν κεφαλήν. — Τὸν ἔχω ἐπάνω καὶ παίζει, ἔχω ὅμως καὶ τὴν ἀκράδαντον πεποίθησιν ὅτι ὁ Μεντζιφόλας εἶνε ψεύστης.

Η πολυσαρκοσ κυρια. — Λοιπὸν δέν πιστεύεις ὅτι τὸν ἀγαπᾶ τὸν Μεντζιφόλαν;

Βασαλοσ ἐκθύμως. — Ὄχι.

Η πολυσαρκοσ κυρια χαμηλοφώνως. — Μὴ φωνάζῃς τόσον πολύ.

Βασαλοσ. — Διατί;

Η πολυσαρκοσ κυρια. — Διὰ νὰ μὴ τοὺς ταράξωμεν.

Βασαλοσ ἔκπληκτος. — Ποιούς;

Η πολυσαρκοσ κυρια βαίνουσα ἀκροποδητί. — Κύτταξέ τους μέσα εἰς τὴν σκιάδα.

Βασαλοσ κρυπτόμενος ὄπισθεν τῶν θάμνων. — Ἆ!

Η πολυσαρκοσ κυρια. — Τοὺς βλέπεις πῶς εἶνε ἀγκαλιασμένοι; καὶ ἀκούεις τί τῆς λέγει; καὶ διακρίνεις τί τοῦ ἀπαντᾷ;

Βασαλοσ συνέχων τὴν ἀναπνοὴν καὶ τὸ ὑπὸ τοῦ ἱδρῶτος περιρρεόμενον μέτωπον αὐτοῦ ἀπομάσσων. — Εἶνε δυνατόν;

Η πολυσαρκοσ κυρια σαρδόνιον γελῶσα. — Ἰδοὺ ἐκείνη, τὴν ὁποίαν ἠγάπησες καὶ διὰ τὴν ὁποίαν λέγεις ὅτι παίρνεις καὶ ὅρκον!

Βασαλοσ τρίβων τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ. — Εἶνε ὀπτασία!

Η πολυσαρκοσ κυρια. — Ἐγὼ ὡς μόνην τιμωρίαν σου, ὅτι δὲν ἐπείσθης εἰς τοὺς λόγους μου, σὲ ἀφίνω ἐδῷ ἀπέναντι αὐτῆς τῆς ὀπτασίας καὶ πηγαίνω ἐπάνω νὰ καθήσω πλησίον τοῦ συζύγου, διὰ νὰ μὴ τυχὸν τὸν φωτίσῃ ὁ διάβολος καὶ ἔλθῃ νὰ τὴν διαλύσῃ.

Καὶ ὁ κ. Βάσαλος ἔμεινεν ἐκεῖ ἀπελιθωμένος, μὴ δυνάμενος νὰ πιστεύσῃ τὸ ὄμματά του, ἀμφιβάλλων περὶ τῆς ἀκοῆς αὑτοῦ.

Ἤλπισε πρὸς στιγμὴν, ὅτι κατείχετο ὑπὸ ἐφιάλτου, ἀλλὰ ταχέως πᾶσα τοιαύτη ἐλπὶς ἀπέπτη, διότι ἔβλεπε τὰ χείλη τοῦ Μεντζιφόλα παταγωδῶς πίπτοντα ἐπὶ τῶν παρειῶν τῆς Φαιναρέτης καὶ ἤκουε τὴν γλυκείαν αὐτῆς φωνὴν ἐν μέθῃ ἔρωτος ὁρκιζομένην αἰωνίαν πίστιν τῷ Μεντζιφόλᾳ.

Λοιπὸν ἦτο ἀληθές! ὁ ἀηδὴς οὗτος ἄνθρωπος, ὁ ρυπαρὸς καὶ ἀκάθαρτος εἶχε κατορθώσει νὰ σαγηνεύσῃ τὴν ὡραίαν Φαιναρέτην; Ἀλλὰ πῶς; διὰ τῆς εὐφυΐας του; δὲν εἶχεν· διὰ τῶν τρόπων του; ἦτο ἀπεχθής.

Τὰ μυστήρια τῆς φύσεως εἶνε ἀληθῶς ἀνεξιχνίαστα· ὑπάρ-