Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 177.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
177

πὸν κάτω εἰς τὴν θύραν ἀναμένοντες τὴν ἅμαξαν· ἀλλὰ ναί!… ποῦ νὰ γυρίσῃ; Ἐν τούτοις ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν τὸν παρακαλῶ νὰ λάβῃ θέσιν ἐν τῇ ἁμάξῃ μου· αὐτὸς μὲ τὴν πρόφασιν δῆθεν ὅτι θὰ μᾶς ἐνοχλήσῃ δὲν θέλει νὰ δεχθῇ καὶ ἐξακολουθοῦμεν περιμένοντες τὴν ἅμαξαν.

Βασαλοσ. — Δι’ αὐτὸ ἠργήσατε τόσον;

Μεντζιφολασ. — Δι’ αὐτό, βεβαίως.

Βασαλοσ τῷ ὑπηρέτῃ. — Φέρε μου ἕνα κονιάκ.

Μεντζιφολασ. — Μὴν πίνῃς καὶ σὲ χρειάζομαι!

Βασαλοσ. — Λοιπόν;

Μεντζιφολασ. — Αἴ, ὅταν ἀπηλπίσθη πλέον διὰ τὴν ἅμαξάν του, εἶδε δὲ ὅτι δὲν τοῦ ἔμενε καιρὸς νὰ στείλῃ νὰ φέρῃ ἄλλην, ἠναγκάσθη νὰ λάβῃ θέσιν εἰς τὴν ἰδικήν μου, κ’ ἔτσι ἐκάθησεν αὐτὸς ἀπέναντι τῆς ἀδελφῆς μου, κ’ ἐγὼ ἀπέναντι τῆς Φαιναρέτης καὶ σὲ ἀφίνω πλέον νὰ φαντασθῇς μίαν ὥραν δρόμον πόσα εἴπαμεν..... μὲ τὰ πόδια.

Βασαλοσ. — Νὰ σοῦ εἰπῶ ἕνα πρᾶγμα; ὅλ’ αὐτὰ εἶνε ψευτιαῖς.

Μεντζιφολασ. — Αἴ;

Βασαλοσ. — Μάλιστα.

Μεντζιφολασ μετὰ μικρὰν σιγήν. — Ἔχεις καὶ ἄλλα μοῦρα;

Βασαλοσ. — Θὰ σὲ πειράξουν.

Μεντζιφολασ. — Ἔχεις;

Βασαλοσ τῷ ὑπηρέτῃ ὅστις φέρει τὸ κονιάκ. — Πηγαίνετε νὰ κόψετε ὅσα μοῦρα εἶνε ’ς τὸ περιβόλι.

Μεντζιφολασ βλέπων τὸν Βάσαλον ἐγειρόμενον. — Λοιπὸν εἴμεθα σύμφωνοι;

Βασαλοσ. — Εἰς τί;

Μεντζιφολασ. — Θὰ μὲ βοηθήσῃς διὰ τὴν συνέντευξίν μου.

Βασαλοσ μετὰ μικρὰν σκέψιν. — Ἔχεις τὸ ἐλεύθερον νὰ κάμῃς ὅτι θέλεις· ὅλ’ αὐτὰ εἶνε κολοκύθια.

Μεντζιφολασ ἐγειρόμενος. — Πηγαίνω νὰ ἰδῶ ἂν ἐκείνη ἡ σκιὰς πλησίον τῆς μεγάλης πλατάνου εἶνε κατάλληλος.

Βασαλοσ γελῶν. — Πήγαινε, πήγαινε.

Μεντζιφολασ — Ἐμεγάλωσεν ἡ τριανταφυλλιὰ ὥστε νὰ μὴ φαίνεται κανεὶς ἀπ’ ἔξω;

Βασαλοσ. — Οὔ!.. εἶνε πυκνοτάτη… Δὲν πιστεύω νὰ ὑπάρχῃ καταλληλότερον μέρος δι’ ἐρωτικὴν συνέντευξιν.... ὅταν δύναται κανεὶς νὰ ἔχῃ τοιαύτην.

Μεντζιφολασ εἴρων. — Ἂ, ἄ! βλέπω ὅτι θέλεις νὰ μᾶς πάρῃς καὶ ’ς τὸ χέρι.