πησα ἐγὼ μέχρι λατρείας, καὶ πρὸ τριῶν ἐτῶν εἶχον πλειοτέρας ἐλπίδας ἐπιτυχίας παρ’ ὅσας ἔχεις τώρα σύ.
Μεντζιφολασ μειδιῶν αὐταρέσκως. — Μήπως ἐπειδὴ εἶσαι ὡραιότερος ἀπ’ ἐμέ; Ἡ γυνὴ, φίλε μου, δὲν προσέχει τόσον πολὺ εἰς τὴν ὡραιότητα. Δὲν τῆς ἤρεσες, δὲν σὲ ἠγάπησεν· ἐγὼ τῆς ἀρέσω καὶ μὲ ἀγαπᾷ.
Βασαλοσ τῷ ὑπηρέτῃ. — Φέρε μου κι’ ἄλλο ἕνα κονιάκ.
Μεντζιφολασ γελῶν. — Τὸ φυσᾷς, βλέπω, καὶ δὲν κρυόνει.
Βασαλοσ μετά τινα σκέψιν ἡσύχως. — Ὄχι, ἀλλὰ εἶνε ἀδύνατον νὰ λέγῃς ἀλήθειαν!
Μεντζιφολασ. — Δὲν ἔχεις ἄλλα μοῦρα;
Βασαλοσ. — Σ’ ἀρέσουν;
Μεντζιφολασ. — Εἶμαι ἄξιος νὰ φάγω μιὰ μουρῃά.
Βασαλοσ τῷ ὑπηρέτῃ. — Φέρε μοῦρα εἰς τὸν κύριον.
Μεντζιφολασ εἰρωνικῶς. — Καὶ γιὰ σένα κανένα ἄλλο κονιάκ;
Βασαλοσ μετὰ μικρὰν σιγήν. — Ξεύρει πῶς σὲ λέγουν;
Μεντζιφολασ διανοίγων τοὺς ὀφθαλμούς. — Ἀστεΐζεσαι;
Βασαλοσ. — Ὄχι, ’ς τὴ ζωή σου, πές μου.... τῆς εἶπες ποτὲ ὅτι σὲ λέγουν Αὐγουστῖνον;
Μεντζιφολασ. — Πῶς δὲν τῆς τὸ εἶπα;
Βασαλοσ. — Καὶ σὲ φωνάζει Αὐγουστῖνον;
Μεντζιφολασ. — Βεβαίως.
Βασαλοσ μειδιῶν. — Καὶ δὲν γελᾷ; δὲν πέφτει ξερὴ ἀπὸ τὰ γέλοια κάτω;
Μεντζιφολασ συνοφρυούμενος. — Μὰ διατί σοῦ φαίνεται κωμικὸν τὸ ὄνομα Αὐγουστῖνος;
Βασαλοσ ἐκρηγνύμενος εἰς ἀκατάσχετον γέλωτα. — Ὄχι, εἶνε ἀδύνατον! ἐὰν ἤμην γυνὴ θὰ προετίμων ν’ ἀποθάνω καλογραῖα παρὰ νὰ φωνάζω τὸν ἐρωμένον μου Αὐγουστῖνον.
Μεντζιφολασ μειδιῶν. — Καὶ νὰ ἰδῇς μὲ τί γλύκα τὸ λέγουν τὰ χείλη της.
Βασαλοσ ἀναπηδῶν. — Αἴ!… [τῷ ὑπηρέτῃ] Φέρε μου ἕνα κονιάκ.
Μεντζιφολασ. — Ἆ, γιὰ, νὰ σοῦ εἰπῶ… κάμε μου τὴν χάριν νὰ μὴν πίνῃς τόσα κονιὰκ, διότι θὰ μεθύσῃς ἐπὶ τέλους, κ’ ἐγὼ στηρίζω τὰς ἐλπίδας μου εἰς σέ…
Βασαλοσ ἔκπληκτος. — Εἰς ἐμέ;
Μεντζιφολασ. — Αὐτὴν τὴν ἑορτήν σου σήμερον ὁ θεὸς σοῦ τὴν ἔστειλε δι’ ἐμέ… μάλιστα. Ἕως τώρα δὲν ἠδυνάμην νὰ ἐννοήσω διατὶ δὲν ἑορτάζεις ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὸν Ἰανουάριον ἢ τὸν Αὔγουστον, τώρα εὑρίσκω ὅτι κάμνεις πολὺ καλά. Ὁ Αὔγουστος θὰ μᾶς ἐπήγαινε μακράν, καὶ ὁ Ἰανουάριος ἀκόμη μακρήτερα.