Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 175.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
175

πησα ἐγὼ μέχρι λατρείας, καὶ πρὸ τριῶν ἐτῶν εἶχον πλειοτέρας ἐλπίδας ἐπιτυχίας παρ’ ὅσας ἔχεις τώρα σύ.

Μεντζιφολασ μειδιῶν αὐταρέσκως. — Μήπως ἐπειδὴ εἶσαι ὡραιότερος ἀπ’ ἐμέ; Ἡ γυνὴ, φίλε μου, δὲν προσέχει τόσον πολὺ εἰς τὴν ὡραιότητα. Δὲν τῆς ἤρεσες, δὲν σὲ ἠγάπησεν· ἐγὼ τῆς ἀρέσω καὶ μὲ ἀγαπᾷ.

Βασαλοσ τῷ ὑπηρέτῃ. — Φέρε μου κι’ ἄλλο ἕνα κονιάκ.

Μεντζιφολασ γελῶν. — Τὸ φυσᾷς, βλέπω, καὶ δὲν κρυόνει.

Βασαλοσ μετά τινα σκέψιν ἡσύχως. — Ὄχι, ἀλλὰ εἶνε ἀδύνατον νὰ λέγῃς ἀλήθειαν!

Μεντζιφολασ. — Δὲν ἔχεις ἄλλα μοῦρα;

Βασαλοσ. — Σ’ ἀρέσουν;

Μεντζιφολασ. — Εἶμαι ἄξιος νὰ φάγω μιὰ μουρῃά.

Βασαλοσ τῷ ὑπηρέτῃ. — Φέρε μοῦρα εἰς τὸν κύριον.

Μεντζιφολασ εἰρωνικῶς. — Καὶ γιὰ σένα κανένα ἄλλο κονιάκ;

Βασαλοσ μετὰ μικρὰν σιγήν. — Ξεύρει πῶς σὲ λέγουν;

Μεντζιφολασ διανοίγων τοὺς ὀφθαλμούς. — Ἀστεΐζεσαι;

Βασαλοσ. — Ὄχι, ’ς τὴ ζωή σου, πές μου.... τῆς εἶπες ποτὲ ὅτι σὲ λέγουν Αὐγουστῖνον;

Μεντζιφολασ. — Πῶς δὲν τῆς τὸ εἶπα;

Βασαλοσ. — Καὶ σὲ φωνάζει Αὐγουστῖνον;

Μεντζιφολασ. — Βεβαίως.

Βασαλοσ μειδιῶν. — Καὶ δὲν γελᾷ; δὲν πέφτει ξερὴ ἀπὸ τὰ γέλοια κάτω;

Μεντζιφολασ συνοφρυούμενος. — Μὰ διατί σοῦ φαίνεται κωμικὸν τὸ ὄνομα Αὐγουστῖνος;

Βασαλοσ ἐκρηγνύμενος εἰς ἀκατάσχετον γέλωτα. — Ὄχι, εἶνε ἀδύνατον! ἐὰν ἤμην γυνὴ θὰ προετίμων ν’ ἀποθάνω καλογραῖα παρὰ νὰ φωνάζω τὸν ἐρωμένον μου Αὐγουστῖνον.

Μεντζιφολασ μειδιῶν. — Καὶ νὰ ἰδῇς μὲ τί γλύκα τὸ λέγουν τὰ χείλη της.

Βασαλοσ ἀναπηδῶν. — Αἴ!… [τῷ ὑπηρέτῃ] Φέρε μου ἕνα κονιάκ.

Μεντζιφολασ. — Ἆ, γιὰ, νὰ σοῦ εἰπῶ… κάμε μου τὴν χάριν νὰ μὴν πίνῃς τόσα κονιὰκ, διότι θὰ μεθύσῃς ἐπὶ τέλους, κ’ ἐγὼ στηρίζω τὰς ἐλπίδας μου εἰς σέ…

Βασαλοσ ἔκπληκτος. — Εἰς ἐμέ;

Μεντζιφολασ. — Αὐτὴν τὴν ἑορτήν σου σήμερον ὁ θεὸς σοῦ τὴν ἔστειλε δι’ ἐμέ… μάλιστα. Ἕως τώρα δὲν ἠδυνάμην νὰ ἐννοήσω διατὶ δὲν ἑορτάζεις ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὸν Ἰανουάριον ἢ τὸν Αὔγουστον, τώρα εὑρίσκω ὅτι κάμνεις πολὺ καλά. Ὁ Αὔγουστος θὰ μᾶς ἐπήγαινε μακράν, καὶ ὁ Ἰανουάριος ἀκόμη μακρήτερα.