Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 173.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
173

Η πολυσαρκοσ κυρια τὸν βραχίονα τοῦ Βασάλου λαμβάνουσα καὶ εἰς τὸ ἑστιατόριον εἰσερχομένη μετὰ τὴν εἴσοδον πάντων τών άλλων. — Ἄδικα μᾶς ἔκαμες κ’ ἐπεριμέναμεν.

Βασαλοσ προσπαθῶν νὰ ἐννοήσῃ τοὺς λόγους τῆς Πολυσάρκου Κυρίας. — Ἐγὼ νὰ σᾶς κάμω νὰ περιμένετε;

Η πολυσαρκοσ κυρια μειδιῶσα εἰρωνικῶς — Ἔλα τώρα!… ὡς νὰ μὴν ἠξεύραμεν διὰ ποίαν ἦτο αὐτό.

Βασαλοσ ἐρυθριῶν. — Σᾶς βεβαιῶ, κυρία μου…

Η πολυσαρκοσ κυρια καθημένη. — Καὶ δὲν ἔχεις ἄδικον· εἶνε ὡραιοτάτη!

Βασαλοσ ὅστις ἐκάθησε παρ’ αὐτῇ. — Σᾶς δίδω τὸν λόγον τῆς τιμῆς μου, κυρία μου…

Η πολυσαρκοσ κυρια ἐκτείνουσα τὴν χεῖρα. — Δόσε μου καλλίτερα τὰ παξιμαδάκια ἐκεῖνα ἐκεῖ κάτω.

Βασαλοσ προσφέρων τὰ παξιμάδια. — Πιστεύσατέ με ὅτι....

Η πολυσαρκοσ κυρια τρώγουσα. — Ὅτι δὲν τὴν ἀγαπᾶς ἐρωτικῶς.... αὐτὸ τὸ ἠξεύρω· ἀλλὰ θὰ μοῦ ἐπιτρέψῃς νὰ σοῦ εἰπῶ εἰλικρινῶς ὅτι εἶσαι ἀνόητος.

Βασαλοσ ἀναπηδῶν. — Αἴ!

Η πολυσαρκοσ κυρια ἐξακολουθοῦσα νὰ τρώγῃ. — Ἦτο ἐποχὴ, κατὰ τὴν ὁποίαν ἦσο τρελλὸς δι’ αὐτήν.

Βασαλοσ ἔκπληκτος. — Ἐγώ;

Η πολυσαρκοσ κυρια κενοῦσα ἐξ ὁλοκλήρου τὸν κύαθον αὐτῆς. — Εὗρες ἀντίστασιν καὶ ἀπεσύρθης.

Βασαλοσ ἐν ἀδημονίᾳ — Κυρία μου…,

Η πολυσαρκοσ κυρια μειδιῶσα μυστηριωδῶς. — Ἡμεῖς ᾑ γυναῖκες εἴμεθα περίεργα ὄντα· πότε ἡ καρδία μας εἶνε σίδερον καὶ πότε εἶνε ζυμάρι. Ἔπεσες ’ς τὸ σίδερον φαίνεται, διότι ἄλλως πῶς νὰ ἐξηγήσω τὴν συμπάθειαν τὴν ὁποίαν ἔχει πρὸς τὸν Μεντζιφόλαν;

Βασαλοσ ἔκθαμβος. — Ἡ Φαιναρέτη;

Η πολυσαρκοσ κυρια χαμηλοφώνως. — Εἶνε τώρα πέντε ἡμέραι ποῦ εἶνε τρελλὴ δι’ αὐτόν.

Βασαλοσ ἐμβρόντητος. — Τρελλή;

Η πολυσαρκοσ κυρια μετ’ ἀπορίας. — Δὲν σοῦ εἶπε τίποτε αὐτός;

Βασαλοσ. — Δὲν τὸν εἶδα πρὸ μιᾶς ἑβδομάδος.

Η πολυσαρκοσ κυρια παρατηροῦσα κύκλῳ. — Καὶ δὲν τὸν βλέπω οὔτ’ ἐδῷ σήμερον… Βέβαια… ἀφοῦ δὲν εἶνε καὶ αὐτή!

Βασαλοσ μειδιῶν. Δὲν ἠξεύρω ποῦ τὰ ἐμάθατε αὐτὰ, κυρία μου, ἀλλ’ ἐγὼ δὲν τὰ πιστεύω. (Τονίζων ἑκάστην λέξιν)· Ἡ Φαιναρέτη εἶνε βράχος, εἶνε ἡ ἀρετὴ προσωπεποιημένη! (Προσφέρων αὐτῇ πινάκιον συκαμίνων). Δὲν παίρνετε ὀλίγα μοῦρα;