Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 149.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
149

Ἠμπορεῖ νὰ κλείσῃ τὸ παιδάκιτου σ’ ἕνα μέρος, καὶ νὰ μὴν τὸ ’θυμηθῇ πλέον.....

Ἠμπορεῖ νὰ γένῃ αἴτιος πολλῶν τοιούτων δυστυχημάτων. Ἀλλὰ καὶ παρεχτὸς τῶν φρικωδῶν τούτων, ἐχθέτεται καθημερινῶς ὁ ἀφῃρημένος σ’ ἄλλα πολλὰ, ἐπιζήμια κ’ ἐκεῖνα καὶ δυσάρεστα, καὶ ποῦ κάνουν τὸν ἀφῃρημένον γελοῖον.

Μπαίνει στὸ κατόϊτου νὰ κάμῃ κάτι· καὶ διὰ νὰ μὴ λερώσῃ τὸ φράκοτου, τὸ βγάνει, τὸ διπλώνει, καὶ τὸ φυλάει μέσα σ’ ἕνα πληθάρι γεμάτο λάδι. Ἔπειτα δὲν τὸ ’βρίσκει, καὶ φωνάζει πῶς τοῦ τὸ κλέψανε.

Γδυέται νὰ κοιμηθῇ καὶ ’πιθώνει τὸ ῥολόϊτου μέσα στὴ λεκάνη! Τὴν ἀκόλουθην αὐγὴ σαστίζει πῶς διάολο τὸ ῥολόϊτου εἶναι μέσα στὴ σαπουνάδα!

’Βγαίνει νὰ πάῃ νὰ ψωνίσῃ· μὰ ἔχει στὸ νοῦτου τὸν Γαλλοπρωσικὸν πόλεμον τοῦ 1870, καὶ περνάει τὴν ἀγορὰ χωρὶς νὰ τὴν προσέξῃ· τραβάει τὸ δρόμο ἐμπρὸς ἕως ὅτου νὰ ’μπάσῃ τοὺς Πρώσους εἰς τὸ Παρίσι· καὶ τότε ’ξυπνημένος εἰς τὸν πραγματικὸν κόσμον, χωρίζει ὀπίσω καὶ ψωνίζει τὰ λάχανάτου.

Ἐρωτᾷ ἐπανηλειμμένως τὶ νέα ἔφερε τὸ ἀτμόπλοιο, ἀφοῦ πρῶτα τοῦ εἴπανε πῶς δὲν ἦλθε ἀκόμη.

Ὁ ἀφῃρημένος ἔχει στιγμὲς εἰς τὲς ὁποῖες μᾶς ἐνθυμίζει τὸν παλίμπαιδα.

Καθαρίζει ἀμύγδαλα; πολὺ εὔκολο νὰ πετάξῃ τὰ μουμούδια, καὶ νὰ βαστάξῃ τὰ τσούφλια.

Σὲ καλένει νὰ σὲ γέψῃ αὔριο; ἐνδέχεται νὰ μὴ ’θυμηθῇ πλέον· καὶ αὔριο νὰ ’πᾷς νὰν τὸν εὕρῃς γεμένονε.

Κυρία ἡ ὁποία, ἀφῃρημένη, εἶχε ἤδη ’ρωτήσει δύο φορὲς κάποιατης φτωχὴ πόσα παιδιὰ εἶχε· ὅταν καὶ τρίτη φορὰ τὴν ἐξαναρώτησε· «Κυρίαμου, τῆς εἶπε ἡ φτωχὴ, ἀπὸ τὴν ὕστερη φορὰ ποῦ μ’ ἐρώτησες, δὲν ἔκαμα ἄλλο.»

Ὁ ἀφῃρημένος εἶναι σωματικῶς ἐμπρόςμας, ἐνῷ τὸ πνεῦματου ἐνδέχεται νὰ ταξειδεύῃ μὲ τ’ ἀερόστατο. Καὶ τότε χάνουμε τὰ λόγιαμας ὁμιλῶντεςτου.