Γυναῖκες, ἄνθρωποι, μικροί, μεγάλοι,
Φριχτὴ μοῦ φαίνεσθε ἀνεμοζάλη·
Σκορπᾷ ἡ ἀγάπη σας παντοῦ καλό,
Κι’ ἐγὼ σᾶς σκιάζομαι.., — Ἄ, τί τρελλό!
Ἄγριος κ’ ἡμέρεψα ’ς τὴν ἅγια γῆ σας,
’Σ τὰ στήθεια μὤβαλε ψυχὴ ἡ ψυχή σας,
Κι’ ἐγὼ — τί ἀχάριστος! — ὅλους καλῶ:
Πιθήκους, τέρατα!.. — Τρελλό, τρελλό!
Καρδιά, συνείδησι, μυαλὸ δὲν ἔχω,
Κι’ ὅθε νὰ σέρνωμαι, κι’ ὅπου νὰ τρέχω
Πατῶ συντρίμματα, στάχταις, πηλὸ
Καὶ βρωμοσκούλικα… — Ἄθλιο τρελλό!
Τρελλή ’ς τὴν τρέλλα της πετᾷ ἡ ψυχή μου
Ναὔρῃ τὸ ταῖρί της, καὶ ’ς τὴν ὁρμή μου
Χουφτόνω τ’ ἄχυρα, σκλήθραις φιλῶ,
Καὶ ξεματόνομαι… — Μαῦρο τρελλό!
Τὴ ’ματοστάλαχτη μαύρη πληγή μου
Δείχτω ’ς τὸ φίλο μου, ’ς τὸ συγγενῆ μου,
Μὰ καὶ τὸ δάκρυ του ἀπατηλὸ
Τὸ βρίσκ’ ἡ τρέλλα μου… — Φτωχὸ τρελλό!
Τρέχω, μακρύνομαι, «βοήθεια!» κράζω·
’Σὲ στήθη ἀνθρώπινα θεριὰ κυττάζω.
Ἀγγέλοι, σώσ’ τε μου σεῖς τὸ μυαλό… —
Ἀγγέλοι; — χά χα χα!… — Ἔρμο τρελλό!
…Φαρμάκ’ ἡ τρέλλα μου, σεισμός, μαχαῖρι,
Καὶ δάκρυα, κι’ αἵματα ’ς ἐμέν’ ἂς φέρῃ·
Μέσ’ ’ς τ’ ἄγρια σπλάχνα σας φλογοκυλῶ
Νὰ φάω τ’ ἀγκάθια τους… — Ἄθλιο τρελλό.
Πάλι ’ματώθηκα!.. — Γελᾶτε, γειά σας
Ἄς κλαίῃ τὸ γέλοιο σας γιὰ τὴν καρδιά σας…—
Σεῖς μὲ συντρίψατε! — γελῶ, γελῶ,
Σώπα τραγοῦδί μου, τρελλὸ τρελλό.