Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 142.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
142

ἡσύχως τὸν δρόμον του καὶ ἐπανέλαβεν τὰς ἐπ’ αὐτοῦ ἐρεύνας.

— Νὰ τὧνα πλευρὸ, νὰ καὶ τἄλλο, νὰ καὶ τ’ ἀπανογῶμι, μὰ ὁ μυλωνᾶς ποὖνε;

— Μωρὲ, μπροστὰ θὰ πάη! ἐφώνησε πάλιν ὁ Μπάμπακας.

Καὶ ἤδη ἐτράπησαν πρὸς τὰ ἐμπρός. Ὁ Γιαννάκης ἐν τῷ σάκκῳ, ἂν καὶ φοβούμενος μὴ τὸν ἀνακαλύψωσιν, ἐγέλα μὲ τὴν ἀδημονίαν αὐτὴν τῶν Καλικαντζάρων καὶ ἀνακύπτων ὀλίγον τὴν κεφαλὴν, παρετήρει πρὸς τὰς ἐμπρὸς μή που ἀνακαλύψῃ τὸ χωρίον του. Αἴφνης αἱ λάμψεις τοῦ γλυκοχαράγματος ἔδειξαν αὐτὸ μακρὰν, ἀριστερά, εἰς τὸ τέρμα τοῦ δρόμου, μὲ τὰς πυκνὰς συκομωρέας του καὶ τὰ χαμηλὰ σπητάκια του, ὡς μίαν κηλίδα ἐν τῇ λευκαζούσῃ πεδιάδι.

— Ξύλα κούτσουρα, δαυλιὰ καϋμένα!… ἐφώναξεν εὐθὺς μὲ ὅλην τὴν δύναμιν τῶν πνευμόνων του.

Οἱ Καλικάντζαροι ἔστρεψαν καὶ διέκρινον καὶ οὗτοι τὸ χωρίον. Κρύος τρόμος κατέλαβεν εὐθὺς ὅλους καὶ ἔμειναν ὅπου εὑρέθη ἕκαστος, ὡσεὶ καρφωμένοι. Αἴφνης ἠκούσθησαν ἀπὸ τοῦ χωρίου καὶ οἱ πετεινοὶ κράζοντες τὸ ἑωθινὸν, ἐμπνεύσαντες ἄλλον φόβον εἰς τοὺς Καλικαντζάρους.

— Πάμετε· εἶπε μετὰ πικρίας ὁ Μπάμπακας· δὲν εἶνε πιὰ δουλειὰ γιὰ τὸν κόσμο, οἱ ἄνθρωποι μᾶς ’πέρασαν.

Καὶ ὑψώσας τὴν ῥάβδον του προηγεῖτο φεύγων ἐνῷ οἱ λοιποὶ τὸν ἠκολούθησαν ὄπισθεν, ὠρυόμενοι ἐν χορῷ:

— Φεύγετε νὰ φεύγουμε.
γιατ’ ἔφτασ’ ὁ ζουρλόπαπας
μὲ τὴν ἁγιαστήρα του
καὶ μὲ τὴν πλαστήρα του.
Μᾶς ἔβρεξε, μᾶς ἅγιασε
καὶ μᾶς ἐζεμάτισε!…

Καὶ ἀπεμακρύνοντο ὅλοι πρὸς τὴν δύσιν, ὡς μαῦραι σκιαὶ τῆς νυκτὸς, φεύγουσαι τὸ φῶς τῆς ἡμέρας.