Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 140.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
140

Καὶ ἐσκορπίσθησαν ὅλοι μακρὰν ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, ὡς ποίμνη προβάτων ὅταν πέσῃ μεταξὺ αὐτῶν λύκος. Διότι οἱ Καλικάντζαροι φοβοῦνται τὸ πῦρ ὅσον ὁ διάβολος τὰ ἱερὰ λόγια. Πρόσφατον παράδειγμα εἶχον οὗτοι τὴν γραῖαν ἥτις κατώρθωσε νὰ κλείσῃ πολλοὺς τούτων εἰς μικρὸν βυτίον καὶ νὰ τοὺς καύσῃ ἐκεῖ ὁλοζώντανους, ἐκδικουμένη τὴν ὕβριν ἦν ἔκαμον πρὸς τὴν θυγατέρα της.

Ὁ Γιαννάκης ἐν τούτοις ἐσυλλογίζετο ἤδη πῶς ν’ ἀπαλλαγῇ αὐτῶν ἐντελῶς. Ἡ νὺξ εἶχεν ἀρκετὰ προχωρήσῃ· αὔριον ἐξημέρωνε παραμονὴ τῶν Φώτων καὶ ἔπρεπεν αὐτὸς ἤδη νὰ ἦνε εἰς τὴν οἰκίαν του, νὰ φέρῃ τὸ ἄλευρον ἵνα ζυμώσουν τὰ ψωμιά. Ἀλλὰ πῶς ν’ ἀποφύγῃ τοὺς Καλικαντζάρους, οἱ ὁποῖοι ἐκόλλησαν ὡσὰν τσιμπούρια ἐπ’ αὐτοῦ καὶ δὲν ἐνόουν νὰ τὸν παραιτήσουν καθόλου μέχρι τῆς αὐγῆς;…

— Παιδιὰ, χορεύουμε! ἐφώναξεν αἴφνης εὐθύμως, ἐγειρόμενος.

— Ναὶ, χορεύουμε· ἀπήντησαν ὅλοι μὲ προθυμίαν.

Καὶ ἤρχισαν νὰ κινῶσι τοὺς ἀραχνοειδεῖς πόδας των, ἄλλοι ν’ ἀνατείνωσι τὰς χεῖρας καὶ νὰ ἐκφέρωσι βραγχώδεις φωνὰς, ἄλλοι νὰ συρίζωσι καὶ ἕνας μικρὸς ἥρπασε ῥάκος πανίου ὅπερ εὗρε χαμαὶ καὶ τὸ ἀνεκίνει διὰ μανδῆλι δῆθεν.

— Μὰ ὄχι μέσα· εἶπεν ὁ Γιαννάκης· ἔξω, ’ς τὸ φεγγαράκι νὰ βγοῦμε....

— Ναὶ, ἔξω· ἐπεκρότησαν ὅλοι.

Ἡ νὺξ εἶχεν ἀρκετὰ προχωρήσει. Οἱ ἀστερισμοὶ τῆς αὐγῆς, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, προέβαλλον εἰς τὸν ὁρίζοντα φεγγοβόλοι· ὁ ἀὴρ, ὅστις ἀνεκίνει θορυβωδῶς τὰ δένδρα, εἶχε καθαρίσει παντὸς νέφους τὸν οὐρανὸν, ὁ ὁποῖος καταγάλανος κατηυγάζετο ὑπὸ τοῦ φωτὸς τῆς σελήνης πέραν οἱ βουνοὶ διεκρίνοντο ὡς μελανοὶ ἐξ ἄνθρακος ὄγκοι, περικλείοντες πανταχόθεν τὴν πεδιάδα· τὰ φυλλώματα τῶν δένδρων ἔστιλβον κατάμεστα τῆς νυκτερινῆς δρόσου.

Οἱ Καλικάντζαροι, ἔχοντες εἰς τὴν μέσην τὸν Γιαννάκην, ἐχόρευον ἤδη εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ μύλου. Αἱ βραγχναὶ φωναί των ἀντήχουν εἰς τὴν σιγὴν τῆς νυκτὸς καὶ ἐμίγνυντο μὲ τὸ κἄπου κἄπου ἀκουόμενον λάλημα τοῦ κόκκυγος.

— Μωρέ παιδιὰ τ’ ἄλογο φρυμάζει· εἶπεν ὁ Γιαννάκης· γιὰ νὰ ἰδῶ μιὰ στιγμὴ κ’ ἔφθασα.