Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 138.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
138

ἐπανελάμβανον οἱ ἀδικηθέντες τὰς φωνάς των, τὰς δυσήχους πάντοτε καὶ ἀνυποφόρους. Ὅμως τὰ τεμάχια τοῦ κρέατος ἓν πρὸς ἓν ὠλιγόστευον ἐνῷ ὁ Γιαννάκης ἐπείνα πάρα πολύ. Ὁ πατήρ του, ἀρρωστήσας, εἶχε φύγει ἀπὸ πρωΐας τοῦ μύλου καὶ ἔμεινεν αὐτὸς νὰ ἐπαρκέσῃ εἰς τὰ τόσα ἀλέσματα τῶν χωρικῶν. Κάθε ὥραν φόρτωμα καὶ ἐκφόρτωμα τοῦ σίτου ἀπὸ τοῦ ζῴου εἰς τὴν σκάφην τοῦ μύλου καὶ ἀπ’ ἐκεῖ πάλιν τὸ ἄλευρον θερμὸν θερμὸν εἰς τὸν σάκκον· δὲν τῷ ἔμεινε στιγμὴ ἀναπαύσεως. Εἶχεν νυκτώσῃ ὅτε ἀπέπεμψε τὸν τελευταῖον πελάτην καὶ ἤδη ἤναψε πυρὰν εἰς μίαν γωνίαν καὶ ἔψηνε τὸ κρέας του ἵνα φάγῃ. Ἔξαφνα ὅμως, ἐνῷ ὑπέθετεν ὅτι ἐτελείωσαν αἱ ἁμαρτίαι του, παρουσιάζοντο αὐτοὶ καὶ τὸν ἠνώχλουν καὶ ἤθελον παιχνίδια. Ἀλήθεια, μεγάλην ὄρεξιν θὰ εἶχον!.. Ἀλλὰ μήπως ἐκοπίασαν καὶ νὰ μὴν ἔχουν!.. Κάθηνται ὅλην τὴν ἡμέραν ἐξηπλωμένοι εἰς τὰ σπήλαιά των, τρώγοντες ἀμερίμνως τὰς σαύρας καὶ τοὺς ὄφεις, τοὺς ὁποίους συλλαμβάνουν καὶ ἐἵξέρχονται τὴν νύκτα νὰ πειράζουν τοὺς ἀνθρώπους. Καλὸ κι’ αὐτό!… Καὶ ὁ Γιαννάκης δὲν ἤξευρε τίνα τρόπον νὰ εὕρῃ να τοὺς πείσῃ νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ φάγῃ.

— Νὰ σᾶς ’πῶ, ρὲ παιδιά· εἶπεν αἴφνης πρὸς αὐτοὺς μειλιχίως.

— Νά μᾶς ’πῆ ὁ ἄγουρος — ὁ κολοκυθομάγουλος!.. νὰ μᾶς ’πῇ ὁ ἄγουρος — ὁ κολοκυθομάγουλος!… ἐπανέλαβον οἱ Καλικάντζαροι ἐν χορῷ.

Καὶ συνήχθησαν ὅλοι πρὸς αὐτὸν, ἀναρριχώμενοι ἐπὶ τῶν γονάτων του, ἐπὶ τῶν ὤμων, ἐπὶ τῆς κεφαλῆς· ἄλλοι ἐκρεμάσθησαν ἀπὸ τοὺς μύστακας καὶ τὸ βραχὺ γένειον καὶ τὰ ὦτα, ὥστε τὸν ἐκάλυψαν διὰ μίαν στιγμὴν ὅλον, ὡς ἀνεκτικὸν γατάκι οἱ ποντικοί. Καὶ παπᾶς θὰ γένῃς Κῶστα; — ἔτσι τὤηφερ’ ἡ κατάρα· ἐσκέπτετο ὁ Γιαννάκης. Καθὼς εὑρέθη μόνος, καταμόναχος εἰς τὸν μύλον του, ὅλα ἔπρεπε νὰ τὰ ὑποφέρῃ· τίποτε δὲν ἠδύνατο νὰ κάμῃ. Ἔπειτα ἐγνώριζεν ἐκ παραδόσεως ὅτι οἱ Καλικάντζαροι τὰ Δωδεκάημερα, παραιτοῦντες τὸ δένδρον τὸ ὁποῖον πριονίζουν εἰς τὰ ἔγκατα τῆς γῆς, ἐννοοῦν νὰ ἔλθουν εἰς τὸν κόσμον καὶ νὰ πειράζουν, φοβερὰ νὰ πειράζουν. Ἀλλ’ ὅ,τι ἔκαμαν ἔκαμαν· τὰ δωδεκάημερα ἔληγον αὔριον τὴν αὐγήν, θὰ ἠγίαζον τὰ νερὰ καὶ οἱ Καλικάντζαροι θὰ ἔφευγον νὰ κρυβῶσιν,