Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 114.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
114

Δ′.

’Στὰ λόγια τουτα ὁ βασιληᾶς στρέφει θολὸ τὸ βλέμμα·
Τὸ ὑγρὸ γυμνόνει μέτωπο ἀπ’ τὸ λαμπρό του στέμμα·
’Στὸ θρόνο, πὤχει ἀγνάντια του, μὲ βῆμ’ ἀργὸ σιμόνει…
Ἀσπάζεται τὸ σκέλεθρο… τὴν κάρα στεφανόνει…
Βροντᾶνε οἱ πύργοι· ᾑ σάλπιγγες, τὰ τύμπανα χτυποῦνε,
Τὰ σήμαντρα τῆς ἐκκλησιᾶς χαρμόσυν’ ἀντηχοῦνε,

Ὁ βασιληᾶς δακρύζει.

Δέρνει ἡ καρδιὰ ’ς τὰ στήθια του· ’ς τήν πλάκα γονατίζει.

Τ’ ἀσκέρι, ἀκίνητο, βουβό, ’ς τὴ γῆ γονατισμένο,
Δειλὸ σηκόνει βλέφαρο, τὸ ’μάτι φοβισμένο
’Στὸ θρόνο, ποῦ ἐκδικητικὸς ὑψώνεται ’μπροστά του·
Κῃ’ ἀναγνωρίζει προσκυνᾴ, ’ς τὸ σκέλεθρο, Κυρά του

Τὸ ἴδιο του τὸ θῦμα,

Ποῦ τοῦ τὸ στέλνει σήμερο βασίλισσα τὸ μνῆμα!