Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 071.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
71

— Δὲν ἀμφιβάλλω περὶ τούτου. Καὶ τί δὲν δύναται νὰ χρυσώσῃ τὸ χρηματοκιβώτιον τοῦ πατρός της! Δὲν βλέπετε ὅτι καὶ ἡ ὄψις της ἔλαβε καὶ αὐτὴ τὸ χρῶμα τοῦ χρυσοῦ;

— Διὰ τοῦτο, ἴσως, τὴν τριγυρίζουν καὶ μερικοὶ, μερικοὶ, ἀπήντησε δηκτικῶς ἡ Κα Β. Ἐπιθυμοῦν, φαίνεται νὰ γείνουν ἐπίχρυσοι!…

Δὲν ἠδυνήθην ν’ ἀκούσω περισσότερον, μοὶ ἤρχετο λιποθυμία. Εἶναι σκληρὸν νὰ καθίσταταί τις τὸ ἀντικείμενον τοῦ γέλωτον ἢ τοῦ οἴκτου τῶν ἄλλων. Εὐτυχῶς ἡ μουσικὴ ἀνέκρουσε νέος στρόβιλον, τὰ ζεύγη τῶν χορευτῶν ἤρχισαν νὰ κινῶνται πάλιν. Ἠγέρθησαν ἐκεῖνοι καὶ ἐγὼ μετ’ ὀλίγον ἡτοιμάσθην νὰ εἰσέλθω. Εἰς τὴν θύραν τοῦ ἐξώστου μὲ εὗρεν ἡ θεία, ἥτις ἤρχετο εἰς συνάντησίν μου. Ἡ Ἀγλαΐα ἐχόρευεν ὅλη λάμψις καὶ καλλονὴ, καὶ ἐγὼ δὲ ἐδέησε νὰ ὑποστῶ μέχρι τέλους τὸ μαρτύριον τοῦτο. Μεγάλην ἀνακούφισιν ᾐσθάνθην, ὅτε περὶ τὰ τέλη τοῦ χοροῦ εἶδον τὸν ἰατρόν μας τον Κον Θεσίμωνα ἐπανερχόμενον εἰς τὴν αἴθουσαν· εἶχε φανῆ ὀλίγον κατ’ ἀρχὰς, ἀλλ’ ἔπειτα ἀπεσύρθη, διότι τὸν προσεκάλεσαν χάριν ἀσθενοῦς τού τινος, διὰ τὸν ὁποῖον πολὺ ἐνδιεφέρετο, ὡς μοὶ εἶπε καὶ τότε μόλις ἐπανήρχετο. Τί εὐγενὴς χαρακτὴρ ὁ Κος Θεσίμων! Περίεργον μοὶ φαίνεται μετὰ πόσης συμπαθείας δύναται νὰ συμμερίζηται τὴν χαρὰν καὶ τὴν θλῖψιν, τὰ δάκρυα καὶ τὸν γέλωτα τῶν ὁμοίων του. Ἀπὸ τὸ προσκεφάλαιον τοῦ ἀσθενοῦς μεταβαίνει ἀκόπως εἰς τὸν θόρυβον τοῦ κόσμου καὶ τἀνάπαλιν. Εὐφυΐα, ἀνδρικὴ αὐτοπεποίθησις, ψυχικὸν σθένος καὶ συγχρόνως ἔξοχος ἀγαθότης χαρακτηρίζουσιν αὐτόν. Ὁ ὀξὺς ὀφθαλμός του εἰσδύει εἰς τὸ βάθος τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων, μετὰ τῆς αὐτῆς δὲ εὐκολίας διαγινώσκει τὸ ἄλγος τῆς ψυχῆς, ὡς καὶ τοὺς πόνους τοῦ σώματος. Τὸν γνωρίζω ἀπὸ τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας· ἔκτοτε ἔχει ἀναλάβει τὴν φροντίδα τῆς ἐπισφαλοῦς ὑγιείας μου καὶ νομίζω ὅτι αἱ προσπάθειαί του μόνον μοὶ ἔσωσαν τὴν ζωήν. Μὲ παρετήρησε καὶ ὑποθέτω ὅτι ἀμέσως ἐνόησε τὰ συμβαίνοντα ἐν ἐμοί. Ἐπλησίασεν ἀμέσως.

— Δὲν εἶσαι, βλέπω, ἐνθουσιασμένη ἐκ τοῦ πρώτου χοροῦ σου, μοὶ λέγει (Μοὶ ὁμιλεῖ ἀκόμη ἑνικῶς). Πῶς δὲν διεσκέδασες καλά;

Δὲν ἀπεκρίθην· τί ἠδυνάμην νὰ εἴπω; Ἄλλως τε αὐτὸς μὲ ἐννοεῖ πάντοτε, μὲ μαντεύει πρὶν ἀνοίξω τὸ στόμα.