Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 068.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
68

γίαι ἀπετείνοντο μᾶλλον εἰς τὸ χρηματοκιβώτιον τοῦ πατρός μου ἢ εἰς τὰ ὡραῖα μου μάτια ἢ μᾶλλον εἰς τὴν ὡραίαν μου μύτην, ἣν ὁ Κος Π… εἶχε τὴν καλωσύνην νὰ παραβάλῃ πρὸς τὴν τοῦ ξιφίου! Ἀλλ’ ἂς διηγηθῶ κατὰ σειρὰν τὴν ἱστορίαν τοῦ πρώτου χοροῦ μου, ἃς ἐμπιστευθῶ ἐδῶ εἰς τὰς σελίδας τοῦ ἡμερολογίου μου ὅ,τι εἶμαι ἀρκετὰ ὑπερήφανος, ὥστε νὰ κρύπτω ἀπὸ πάντων.

Ἤμην ἤδη ἕτοιμος, ὅτε ἦλθεν ἡ ἅμαξα τῆς θείας μου διὰ νὰ μὲ παραλάβῃ, ὅπως ὑπάγωμεν εἰς τὸν χορὸν, τὸν ὁποῖον ἔδιδε χθὲς ἡ Κα Μ ἐπὶ τῇ ἐπανόδῳ τοῦ υἱοῦ της ἐκ Παρισίων, ἔνθα συνεπλήρωσε τὰς σπουδάς του· εἰς τοῦτον ὡρίσθη νὰ ἐμφανισθῶ κατὰ πρῶτον. Ἡ ἐξαδέλφη μου, ἡ προσφιλὴς Ἀγλαΐα ἐπήδησεν ἐκ τῆς ἁμάξης καὶ ζωηρὰ, ζωηρὰ ἀνέβαινεν ἢ μᾶλλον ἐπέτα ἐπάνω. Μόνον τὰ χειρόκτιά μου εἶχον νὰ φορέσω· τὰ ἐπῆρα καὶ ἔσπευσα εἰς τὴν κλίμακα. — «Ἔλα, ἔλα στὸ φῶς, Οὐρανία μου, μοὶ εἶπε σύρουσά με ταχέως εἰς τὸ δωμάτιόν μου. Θὰ βάλω ἐγὼ τὸ τελευταῖον χέρι εἰς τὴν τουαλέταν σου.» Εἰσήλθομεν. Φιλτάτη Ἀγλαΐα! Εἰς τὸ γλυκὺ καὶ συμπαθὲς βλέμμα της ἀνέγνωσα τὴν ἀποτυχίαν μου… Ἐβοστρύχισεν ὀλίγῳ τὴν κόμην μου, ἐδοκίμασε κατὰ πολλοὺς τρόπους τὴν διευθέτησιν τῶν ἀνθέων μου, ἐξέλεξε καὶ ἀπέρριψεν ἀλληλοδιαδόχως ταινίας διαφόρων χρωμάτων… τὴν ἀφῆκα νὰ πράττῃ, ἤμην βεβαία ὅτι ματαιοπονεῖ.

— «Ἂχ τί κρίμα καϋμένη, μοὶ εἶπεν… Ἡ μαμμᾶ δὲν ἔκαμε καλὰ νὰ σοῦ ἐκλέξῃ αὐτὸ τὸ χρῶμα… Εἶσαι ὀλίγῳ μελαγχροινὴ καὶ ὠχρὰ, αὐτὸ τὸ ἀνοικτὸν οὐρανί… Ἀλλὰ πταίεις καὶ σύ, διατί νὰ μὴ μὲ ἀκούσῃς, διατί νὰ μὴ ἐπιμείνῃς νὰ σοῦ ἐκλέξῃ ἄλλο ὕφασμα; Καὶ καλὰ ἡ μαμμᾶ ἤθελε νὰ ἔχωμεν ἴδιον φόρεμα!»

Τὴν ἐφίλησα εἰς τὰ ὡραῖα καὶ δροσερά της μαγουλάκια καὶ τὴν ἠνάγκασα νὰ μὲ ἀφήσῃ πλέον· ἡ θεία ἤρχισε κάτω νὰ ἀνυπομονῇ.

Πόσῳ ἦτο περικαλλὴς καὶ χαρίεσσα ἡ Ἀγλαΐα! Εὐτυχῶς ἡ ἐντύπωσις ἣν ἐνεποίησεν ἡ ἐμφάνισίς της εἰς τὴν αἴθουσαν ἐμπόδισε, βεβαίως, τὴν ἄχαριν αἴσθησιν, ἣν θὰ παρῆγεν ἡ ἰδική μου, ἂν εἰσηρχόμην μόνη.

Ἡ κυρία Μ ἔσπευσεν ἀμέσως νὰ μᾶς ὑποδεχθῆ θερμῶς·