Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 066.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
66


Ξάφνω ἐπρόβαλες, Σελήνη
καὶ ’σὰν νὰ ’πῆρες τὴ λαλιά της·
κ’ ἡ ὄψι σου ἀχτῖδες χύνει
’ς τὰ μεταξόπλεκτα ’μαλλιά της.

Καὶ ’σὰν τοῦ πόνου ὁ προστάτης
’σὰν ὁ Θεὸς νὰ σ’ εἶχε στείλει
τὴ χαϊδεμένη τὴ σκιά της
τὴν ἔρριξες ’ς τὰ δυό μου χείλη.

Κ’ ἐφίλησα σκιὰ μονάχα
παρηγοριὰ τοῦ ἔρωτός μου…
Σκιά, σκιὰ δὲν εἷνε τάχα
κάθε χαρὰ τοῦ ψεύτη κόσμου;

Καὶ σύ, Σελήνη, ’σὰν ἐμένα
σκιὰ ζητᾷς, σκιὰ γυρεύεις,
γιαὐτὸ γυρίζεις ’ς τὰ χαμένα
καὶ ξαγρυπνᾶς κι’ ὅλῳ ζηλεύεις…

Χλωμὴ Σελήνη, δὲν νυστάζεις;
δὲν λησμονεῖς ταὶς τόσαις ἔννοιαις;
γιατί, Σελήνη, μὲ κυττάζεις
μὲ τῂς ματιαὶς τῂς ἀσημένιαις;