Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 047.jpg

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
47


Μὰ ἔχει προτερήματα ἐξ ἄλλου ζηλευτά,
Καὶ πρῶτον στὸν περίπατο μαζύ μου σἂν πηγαίνῃ,
Τὴν ὥραν ποῦ ἐδῶ κ’ ἐκεῖ ἀμέριμνος κυττᾷ,
Ἂν ἀπαντήσῃ ἔξαφνα κἀμμιά του ἐρωμένη,
Καὶ μολονότι τρυφερῶς τὸν προκαλεῖ ἐκείνη,
Ἐκεῖνος εἰς τοῦ ἔρωτος τὰς φλόγας τὴν ἀφίνει!



Κι’ ὅταν μιὰ ’μέρα ἔτυχε, μὰ μόνο μιὰ φορά,
Τὴ λυγερὴ μητέρα του στὸ δρόμο ν’ ἀπαντήσῃ,
Ὤ τί παιγνίδια, τί φωναῖς καὶ τί τρελὴ χαρά,
Ποῦ σκύλου γλῶσσ’ ἀδύνατο νὰ μᾶς τὴν ἐξηγήσῃ…
Μὰ τῆς φιλίας ἡ φωνὴ ἀντήχησεν ἀγρία,
Κι’ ἀφῆκε τὴν γεννήσασαν εἰς τοῦ λουτροῦ τα κρύα!



Τοιοῦτος σκύλος ἔξοχος, τέτοιο λαμπρὸ σκυλί,
Ἦτο νομίζω ἄξιο τῶν στίχων μου καθ’ ὅλα…
Κι’ ἐνῷ πολλοὶ τὸν κυνηγοῦν καὶ τὸν μισοῦν πολλοί,
Αὐτὸς ποτὲ δὲν ἔδωκε εἰς τοὺς ἐχθρούς του φόλα!
Αὐτὸς ὑπῆρξε πάντοτε καλὸς πρὸς ὅλους φίλος,
Γιατὶ δὲν εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλ’ εἶναι μόνον σκύλος!