Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 366.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
356

V

Μόλις τρεῖς ἡμέρας ἔχει διανύσει ὁ χαρίεις τῶν ἀνθέων καὶ τοῦ ἔρωτος μήν, ὁ γλυκὺς Μάϊος.

Τὰ πάντα καλύπτει ὁ εὔχρωμος καὶ ποικιλόστικτος μανδύας τοῦ ἔαρος· τὰ πάντα μειδιῶσι, τὰ πάντα ἀγάλλονται, τὰ πάντα ζῶσι· τὸ πτηνὸν ἐπὶ τῶν ἀνθισμένων κλώνων τῆς ἀμυγδαλῆς προσκαθήμενον ᾄδει χαρμοσύνως· ὁ τοῦ θέρους γλυκὺς προφήτης» τέττιξ ἀμέριμνος τερετίζει, οἱ θνητοὶ πλανῶνται ἀνὰ τοὺς κήπους συλλέγοντες ἄνθη καὶ στεφάνους πλέκοντες, οἱ δὲ λειμῶνες — κατὰ τὸν ποιητήν:

«Γελόωσιν ἀνοιγομένοιο ῥόδου.»

Ἐν ἑνὶ δὲ λόγῳ, εἰς μὲν τὴν φύσιν ἅπασαν εἷνε διακεχυμένη ζωή, χαρά, μύρα καὶ δρόσος, εἰς δὲ τὰς ψυχὰς τῶν θνητῶν ὁ ἀκάθεκτος ἐκεῖνος ἐρωτικὸς ὀργασμός, τέκνον γνήσιον τῆς χλιαρᾶς καὶ προκλητικῆς ταύτης ὥρας τοῦ ἔτους.

Ὅλα, καὶ ἔμψυχα καὶ ἄψυχα, αἰσθάνονται καὶ ἀνυμνοῦσι τὸν ἀνθοφόρον θεὸν Μάϊον, καὶ μόνον εἰς τὰς ψυχὰς τῶν δύο ἐραστῶν ἡ λύπη ἔχει ἁπλώσει τὸν μέλανα καὶ βαρὺν πέπλον της.

Προσδεδεμένοι ἀπὸ πρωΐας ἐπὶ τῶν κορμῶν τῶν δύο μωρεῶν ῥίπτουσιν εἰς τὸ πρὸ αὐτῶν ἁπλούμενον πανόραμα χαύνους καὶ δακρυβρέκτους ὀφθαλμοὺς καὶ σιγῶσιν.

«Ἤδη τῶν δένδρων αἱ σκιαὶ δεικνύουν μεσημβρίαν.»

— Γιατὶ δὲν μοῦ μιλᾷς; ἐρωτᾷ μετὰ μόλις ἀκουομένης φωνῆς Εκεινη.

— Τί νὰ σοῦ ’πῶ; ἡ δυστυχία μοῦ παρέλυσε τὴν γλῶσσα· — ἀπαντᾷ Εκεινοσ καὶ βαθέως στενάξας ἐξακολουθεῖ. Γιὰ φαντάσου, γλυκειά μου ἀγάπη, τί ὡραῖον ποὺ θὰ ἦτο ἂν εὑρισκόμεθα τώρα εἰς τὸν συνειθισμένον μας τόπον ἐκεῖ στὸ μικρὸ καὶ δροσερὸ ποταμάκι… τί γλυκὰ λογάκια θὰ λέγαμε.. τί…

— Ἄχ, θεέ μου, τί σοῦ φταίξαμε καὶ μᾶς τυραννεῖς τόσο; μήπως ἐπειδὴ ἀγαπιώμαστε ἐκάναμε κανένα κακό; δὲν μᾶς λυπᾶσαι, θεέ μου, δὲν μᾶς λυπᾶσαι;

— Ὠώχ!! δὲν μᾶς λυπᾶται, τζιτζίκα μου, εἶναι σκληρός! δὲν μπορῶ πειά.. δὲν βαστάω! θὰ σκάσω!…

Εἶπεν ὁ ἀτυχὴς Εκεινοσ καί.... «οἱ λυγμοὶ ἐπλήρωσαν τὸν ἀέρα»!!

— Τ’ ἄκουσες; δὲν βαστάω πειά, ὤ τὸν γεροξεκουτιάρη! ὤ τὴν γρῃαλεποῦ! ἀκοῦς ἐκεῖ νὰ μ’ ἔχῃ δέκα ὁλόκληραις ὥραις τώρα δεμένον κοντά σου χωρὶς οὐτ’ ἕνα φιλάκι νὰ μπορῶ νὰ πάρω ἀπ’ τὰ κοραλλένια σου χειλάκια γιὰ δροσιστικό! ἔλα φτάνει πειά! ἀρκετὰ ὑποφέραμε — καὶ παραφερόμενος ὑπὸ ἔρωτος καὶ ὀργῆς —