Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 344.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
344

δι’ αὐτὸ δὲν ἀπορῶ ἂν συναντῶ ἀνὰ πᾶν βῆμα ἀποπατήματα καὶ κόπρανα πανταχοῦ τῆς πόλεως. Τρώγει καλά, χωνεύει περίφημα, τί ἤθελες ἔπειτα νὰ κάμνῃ; Τώρα ἐξηγῶ πῶς, κατόπιν τόσον ἀφθόνου λιπάσματος, παχύνονται ἀποστρογγυλούμενοι οἱ δημοτικοὶ σύμβουλοι, οἱ ὁμογενεῖς καὶ αἱ τελωνειακοὶ τμηματάρχαι. Ἆ καὶ νὰ ἤρχεσο ἐδὼ νὰ ἐγκαταστῇς. Ἀφίνω ὅτι τὴν ἔλευσίν σου, πρὶν ἀγκυροβολήσῃ τὸ ἀτμόπλοιον, θὰ προαναγγείλουν αἱ ἐφημερίδες ὅλαι, τὸ δὲ ὄνομά σου θὰ περικοσμηθῇ διὰ τῆς γαρνιτούρας
Πρὶν γείνῃ ὁμογενής.
ὅλων τῶν γνωστῶν καὶ ἀγνώστων κοσμητικῶν ἐπιθέτων, ὅσα ὑπάρχουσι καὶ δὲν ὑπάρχουσιν εἰς τὸ λεξικὸν τοῦ Βυζαντίου. Φοβοῦμαι μάλιστα μήπως, πρὶν ἀποθέσῃς τὸν ταξειδιωτικόν σου σάκκον, ἐμφανισθῇ ὁ γραμματεὺς τοῦ «Βύρωνος» μὲ ψήφισμα ἀνὰ χεῖρας, δι’ οὗ θὰ ὑποστῇς ἐξ ἐφόδου κἀμμίαν προσφώνησιν καὶ τὸν τίτλον τοῦ ἐπιτίμου προέδρου....

Ἐνθυμεῖσαι τὸν ὑπηρέτην ἐκεῖνον τοῦ παντοπωλείου σου, ὁ ὁποῖος ἐκουβαλοῦσε μὲ τὸ καροτσάκι τοὺς ἀσκοὺς τοῦ βουτύρου εἰς τοὺς πελάτας σου, καὶ τὸν ὁποῖον πρὸ δεκαετίας εἶχες ἀποδιώξει λὰξ καὶ πύξ, διότι εἶχε τὰς χεῖρας ταχυδακτυλουργικωτέρας
Ὅταν ἔγεινεν ὁμογενής.
τελωνειακοῦ ὑπαλλήλου; Αἴ! λοιπὸν σοῦ ὁρκίζομαι, ὅτι ἐδὼ ἔγεινε ὁμογενὴς ἀπεστίλβων ὡς ἡ γλοιώδης λάσπη ὑπὸ τὸν ἥλιον, κουβαλῶν ἀντὶ ἀσκῶν βουτύρου τὸν Σταυρὸν τοῦ Σωτῆρος, τοὐναντίον δὲ κουβαλούμενος, ὡσεὶ τουλούμιον ἔμψυχον, ἀνὰ τὰς ὀδοὺς ἐφ’ ἁμάξης…

Ἆ! Αἱ Ἀθῆναι, φίλτατέ μου, εἷνε ἡ πόλις τῶν θαυμάτων, τῶν ἀπροόπτων καὶ τῶν ἀντιθέσεων. Ἀφίνω ὅτι ἠμπορεῖς ἐδὼ νὰ ἔλθῃς ζῷον καὶ νὰ μεταβληθῇς εἰς ἄνθρωπον. Ἀρκεῖ νὰ ἦσαι ἀγνώστου προελεύσεως, διότι αἱ κλασικοὶ ἀπόγονοι τοῦ Περικλέους καὶ τῆς Ἀσπασίας εὐκόλως ἐγκολποῦνται πᾶν ὅ,τι