Ὡσὰν ἐσκορπιστήκασι ὅλοι ἀλλοῦ ἐπῆγαν,
τινὰς καὶ δὲν ἀπόμεινεν, ἀμ’ ὅλοι τους ἐφύγαν.
Τἀτζίδι ἐκαμώθηκε πῶς εἶν’ ἀποθαμμένο
κ’ εἰς ἕναν τόπον κοίτουνταν ὡσὰν τὸ νεκρωμένο,
διὰ νὰ ’πάγῃ ποντικὸς κοντὰ νὰ πλησιάσῃ
καὶ τότ’ ἐκεῖνο μὲ σπουδὴ εὐθέως νά τον πιάσῃ.
Εἰπέ του ἕνας ποντικὸς τότε ἀπὸ μακρεία·
«αὐτὰ ὁποῦ καμόνεσαι ἡμᾶς δὲν κάμνουν χρεία,
ὡσὰν τὸ ξύλ’ ἂν κοίτεσαι, ὡσὰν ἀσκὶ ἂν γένῃς,
ἐδῶ ποτὲ ἀπὸ ἡμᾶς τινὰν μὴν ἀναμένῃς.»
Ὁ μῦθος λέγ’ οἱ φρόνιμοι πρῶτον ’σὰν πειραχθοῦσι
οἱ λόγοι καὶ τὰ ψέμματα πλέον δέν τους γελοῦσι.
Σκῦλος καὶ ἕνας πετεινὸς ἔκαμαν συντροφίαν
χωρὶς κανένα δόλωμα νἄχουν ἀγάπην μίαν.
Ἐκεῖ ’ποῦ περπατούσασι κάπου βραδειαστῆκαν·
δὲν εἶχαν ποῦ νὰ κοιμηθοῦν καὶ στενοχωρηθῆκαν.
Καὶ διὰ τοῦτο εἰς δενδρὸν κ’ οἱ δύο διαβῆκαν,
μὴ νὰ εὑροῦν ἀνάπαυσιν πολλὰ ἐννοιαστῆκαν.
Ὁ πετεινὸς ἀνέβηκεν ἐπάνω καὶ ’κοιμήθη
καὶ νὰ λαλήσῃ ἄρχισε τὴν νύκτα ἐθυμήθη·
Τότ’ ἔδραμεν ἡ ἀλεποῦ ’ςὰν ἄρχισε καὶ κράζει
καθὼς καὶ τὴν συνήθειαν τὴν ἔχει νὰ φωνάζῃ.
Καὶ ἀποκάτω ’στέκοντον, εἶπέ τον νὰ καταίβῃ,
ὅτ’ ἀγαπᾷ νά τον ἰδῇ, καὶ πάλε νὰ ἀναίβῃ.
Λέγει την τότ’ ὁ πετεινὸς πῶς εἶνε ’κεῖ πορτάρις.
καὶ ’ξύπνισέ τον καὶ αὐτὸν θέλημα νά τον πάρῃς.
Τότε τὸν γῦρον τοῦ δενδροῦ ’γύρευε νὰ ῥωτήσῃ,
κ’ εὐθὺς ὁ σκῦλος ἔδραμε κ’ εἶχέ τηνε ξεσκίσει.
Ἰδέτε πῶς ὁ φρόνιμος πέμπει τον τὸν ἐχθρόν του
εἰς ἄλλον δυνατώτερον διὰ ἀντίδικόν του
Ἕνας ξυλένιον θεὸν εἶχε καὶ παρακάλειε,
νά τονε ποίσῃ ἄρχοντα καθημερνῶς ἐλάλειε.