Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 293.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
293

ἰδιότης, ἀλλὰ ζωηρῶς ὑφίστατο τἀποτελέσματα καὶ τῶν ἰδιοτήτων τούτου καὶ τῆς δυνάμεως ἐκείνου. Εἶχε παρασυρθῇ ἐκεῖ ἐκ κακεντρεχείας, ἀλλ’ ἐκεῖ· δι’ ἑκατοστὴν φορὰν διέβλεπεν ὅτι ὁ Ἀριστάρχης ἦτο «ἀφεντάνθρωπος», καὶ ὅτι αὐτὸς δὲν ἦτο πλέον μὲ τὸν ἀφεντάθρωπον, ταχθεὶς.... ἀλλοίμονον! πωληθεὶς εἰς τὸν Χρύσην· Καὶ ᾐσθάνθη ὅτι ἐκκοκίνιζεν ἀπὸ ἐντροπήν, καὶ ἐλησμόνει καὶ τὸν κὺρ Ζαφείρην καὶ τὸ πεῖσμά του, καὶ δίχως κἂν προβὰς νὰ χαιρετίσῃ τὸν ὑποψήφιον, περιεστάλη ἄφωνος ἐπί τινος παρὰ τὴν θύραν καθίσματος. Οὕτω πολλάκις ἀδικούμενοι ἐν τῇ ἰδίᾳ πατρίδι, ἑκουσίως ἐξοριζόμεθα ταύτης· καὶ ἐν τῇ ξένῃ πλανώμενοι, νομίζομεν ὅτι ἐπουλοῦμεν τὸ ἐνδόμυχον τραῦμα, καταλαλοῦντες πικρῶς τῆς πατρίδος, ἀλλ’ ὅταν μετὰ χρόνον παλινοστοῦμεν, κ’ ἐπαναπνέομεν τὸ κατανύγον τοῦ πατρίου ἀέρος ἄρομα, καὶ ἐπναβλέπομεν τὰ μέρη τἀλησμόνητα τῆς πρώτης ἡλικίας καὶ τῶν πρώτων φίλτρων, λησμονοῦμεν τὸ ἀδίκημα, καὶ μονονοὺ δακρύοντες πατοῦμεν τῆς πατρίδος τὸ χῶμα.

Ὁ Ἀποστόλης δὲν ἐτόλμησε ἐγερθεὶς νὰ πλησιάσῃ εἰς τὴν τράπεζαν διὰ νὰ λάβῃ ἐκ τοῦ κοινοῦ καπνοῦ, ἀλλὰ κατεσκεύασε τὸ σιγάρον του ἐκ τῆς καπνοσακκούλας του, καὶ λησμονήσας ταύτην ἐπὶ τῶν γονάτων του, ἐπαφέθη, συντελούσης καὶ τῆς ἡδύτητος τοῦ καπνίσματος, ὡσεὶ εἰς βύθος πολύφροντι. Ἀλλὰ συνῆλθεν εἰς ἑαυτὸν ὡς ᾐσθάνθη χεῖρα τιθεμένην ἐπὶ τῆς καπνοσακούλας του. Ὁ κύριος Ἀριστάρχης, ὅστις ἐβημάτιζεν ἀπὸ ἄκρου εἰς ἄκρον τῆς αἰθούσης, συνδιαλεγόμενος ὁτὲ μὲν πρὸς τούτους, ὁτὲ δὲ πρὸς ἐκείνους, εἶχε φθάσει μέχρι τοῦ Ἀποστόλη. Καὶ ὁ Ἀποστόλης τὸν βλέπει αἴφνης ἱστάμενον ἐμπρός του, ἀποφέροντα ἐκ τῆς καπνοσακκούλας δρᾶκα καπνοῦ ἐν ἀφελεία παλαιοῦ καὶ ἀχωρίστου συντρόφου, ἀνάπτοντα τὸ σιγάρον εἰς τὸ ἰδικόν του, καὶ μὲ ὅλην «τὴν λεβεντιὰν» διὰ τῆς ὁποίας κατέκτα τὰς ψήφους εὐκολώτερον τῆς σαγήνης τῶν παροχῶν καὶ μὲ τὸ μειδίαμα του δι’ οὗ προὐκάλει τὴν ἀφοσίωσιν ταχύτερον τῆς πειστικωτάτης ῥητορείας, ἐπισφραγίζοντα τὴν γοητείαν δι’ ἑνὸς «Εὐχαριστῶ, Ἀποστόλη μου!»

Καὶ ὁ Ἀποστόλης συγχρόνως ἐσκέπτετο! «Δὲν ἔχω φιλότιμο, ἀλλοιώτικα δὲ θὰ ’φευγ’ ἀπ’ τὸ κόμμα γιὰ τὸ χατῆρι τοῦ Θανάση ποῦ τὸν πῆρε ’ς τὴ βάρκα του, γιὰ τὸ χατῆρι τοῦ κὺρ Ζαφείρη ποῦ μὲ καταφρόνεσε. ’Στὸν ἄνεμο κ’ ᾑ βάρκες κ’ ᾑ πάσσαρες. Ἂν εἶχα μυαλό, θἄκανα τὸ παράπονο μου ’ς τὸν Ἀριστάρχη κι’ αὐτὸς θὰ τὰ συμβίβαζε. Μωρ’ αὐτὸς εἷνε λεβέντης, ἀφέντης, ἕνα κομμάτι μάλαμα! Εἶδες ἐκεῖ! ἦρθε καὶ μοῦ πῆρε τὰ καπνά μου μὲ χαμόγελο κ’ εὐχαρίστησι, ’σὰ ’νὰ μὴν ἤξερε τίποτε. Θὰ ’πῇς ἔχει τὴν ἀνάγκη μου· ἔχει δὲν ἔχει, ἐγὼ δικός του ταιριάζει νἄειμε· αὐτὸ εἷνε τὸ φυσικό μου· μπορῶ νὰ ρίξω ἀλλοῦ τὸν ψῆφό μου; Ἀλλὰ μπορεῖ νὰ μὴν ξέρῃ καὶ τίποτε· προχθὲς ἦρθ’ ἀπ’ τὴν περιοδεία· γιὰ κύττα! νἄχῃ τὴν ἐμπιστοσύνη ’ς ἐμένα, κ’ ἐγὼ νά του βγάνω τὸ μάτι ’ς τὸ σαλόνι τοῦ Χρύση· καὶ νὰ πέρνω καὶ παράδες ἀπ’ τοὺς φαφούτηδες! Δὲν ἔχω φιλότιμο ἀπάνου μου.

— Αἴ! πῶς τὰ βλέπης τὰ πράμματα! τὸν ἠρώτησεν ὁ Παῦλος, ὅτε περὶ τὸ μεσονύκτιον ὁμοῦ κατήρχοντο τῆς οἰκίας.

— Αἴ! πῶς τὰ βλέπω! Ἀριστάρχης γεννήθηκα καὶ Ἀριστάρχης θὰ πεθάνω!