Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 288.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
288

τῶν λεμβούχων, τῶν βλασφημιῶν τῶν ναυτῶν, καὶ τῶν χαιρετιστηρίων κρότων τῶν τρομπονίων, ἠχούντων ἀπὸ τῶν ἀκατίων πρὸς τιμὴν τοῦ καταπλεύσαντος ὑποψηφίου.

— Κύριε Ἀριστάρχη, ἡ πάσσαρα εἶν’ ἕτοιμη· σὲ περιμένει! ἔρρηξε κραυγὴν ὁ Ἀποστόλης, ῥιπτόμενος πρὸ τοῦ ὑποψηφίου μὲ τὸν σκοῦφόν του ἀνὰ χεῖρας ἐν ὑψίστῃ σεβασμοῦ ἐνδείξει, καθ’ ὃ οὐδέποτε πρὸ οὐδενὸς ἀποκαλυπτόμενος.

Ἀλλ’ ὁ κύριος Ἀριστάρχης εὑρισκόμενος ἐπὶ τῆς κλίμακος τοῦ πλοίου, παραζαλισμένος ἐκ τοῦ πλοῦ, τῶν χαιρετισμῶν καὶ προσφωνήσεων τῶν φίλων, σπεύδων δὲ νὰ ἀπαλλαγῇ τῆς ἐνοχλήσεως τοῦ κόμματος, δὲν ἐπρόσεξεν εἰς τὸ νόημα τῆς προσκλήσεως τοῦ Ἀποστόλη.

— Εὐχαριστῶ! καὶ κατέρχεται εἰς τὴν λέμβον τοῦ θριαμβευτικῶς ἀναμένοντος Θανάση.

— Πάει καλὰ! ἐγόγγυσε μᾶλλον ἢ ἀπεκρίθη ὁ ἐγκαταλειφθείς, διευθύνων πρὸς τὸν κὺρ Ζαφείρην ἓν βλέμμα, ἐξ ἐκείνων τὰ ὁποῖα δύναται νὰ ῥίψῃ ναυτικὸς μόνον, οἱονεὶ παραλαμβάνων ἐκ τῆς ὁρμῆς τοῦ πελάγους τὴν ἔκφρασιν τοῦ βλέμματος τῆς φωνῆς καὶ τῆς κινήσεως.

Δὲν κατῆλθεν, ἀλλὰ κατέπεσεν εἰς τὴν πάσσαραν. Δὲν ἐφρόντισε δι’ ἐπιβάτας καὶ ἀπήντησε διὰ βλασφημιῶν εἰς τὰς ἐρωτήσεις τῶν συναδέλφων του. Καταβιβάζων ἐν ἀγριότητι ἐξέσχισε τὸ ἱστίον, κατέρριψεν ἀπρόσεκτος μίαν κώπην εἰς τὴν θάλασσαν, μικροῦ δεῖν συνέτριψε τὸ ἀκάτιον ὑπὸ τὸν ἕλικα τοῦ ἀτμοπλοίου. Καὶ μόλις αὖθις ἠκούσθησαν πυροκροτοῦντα τὰ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀριστάρχου πλατύστομα ἐκ τῶν ἀκολουθούντων ἐν πομπῇ τὴν λέμβον τοῦ Θανάση πλοιαρίων, ἐκεῖνος εἰς ἀπάντησιν κατεβίβασεν ἐν τάχει τῶν ἐξαρτίων καὶ συνήθροισεν ἀτάκτως πρὸ αὐτοῦ σημαίας καὶ μυρσίνας καὶ σήματα καὶ ἐπιστρώματα καὶ πᾶν ἑορτάσιμον ἀνάρτημα, καὶ τὰ κατεπάτησε λυσσωδῶς καὶ τὰ κατερρύπανεν.

Ἔκτοτε παρέμενε δυσαρεστημένος· ἡ λέξις ἐν ἡμέραις ἐκλογικῶν συγκινήσεων συνοψίζει τὰ παράπονα τῶν ἐκλογέων κατὰ τῶν ἐκλεξίμων ἢ ἐκλεκτῶν αὐτῶν. Νὰ ἀνήκῃ εἰς τὸ κόμμα συνεχῶς ἀπὸ δεκαετίας — δεκαπενταέτης ἐψήφισε τὸ πρῶτον ἐγγραφεὶς εἰς τὸν κατάλογον ὡς εἴκοσι καὶ τριῶν ἐτῶν, — νὰ εἶνε ἀφωσιωμένος ὡς οὐδείς· ἄλλοι, μεγάλοι καὶ μικροί, νὰ συναλλάσουσι τὴν φιλίαν των διὰ θέσεων καὶ μισθῶν καὶ παροχῶν παντοίων, αὐτὸς δὲ νὰ πληροῖ πάντα πόθον διὰ τῆς μοναδικῆς ἀξιώσεως νὰ φέρη αὐτὸς τὸν Ἀριστάρχην μέσα εἰς τὴν ἰδικήν του πάσσαραν, — ὕψιστος σταθμὸς τιμῆς δι’ ἐκεῖνον, ὅπως δι’ ἕνα βουλευτὴν ἡ πρὸς τὸ ὑπούργημα ἄνοδος —, καὶ νὰ λησμονηθῇ, νὰ καταφρονηθῇ, νὰ προτιμηθῇ αὐτοῦ «ἕνας παλῃάνθρωπος!» Ὁ Ἀποστόλης δὲν ἐφάνη εἰς τὸ σαλόνι τοῦ κυρίου Ἀριστάρχου, δὲν ἠδύνατο δέ, καὶ θέλων, νὰ τὸν ἐπανίδη, καθ’ ὅτι τὴν τρίτην ἀπὸ τῆς ἀφίξεως αὐτοῦ ἡμέραν εἶχεν ἀναχωρήσει εἰς ψηφοθηρευτικὴν περιοδείαν ἀνὰ τοὺς δήμους. Ἀλλὰ λεληθότως, παρερχομένων τῶν ἡμερῶν, κατηυνάζετο ἡ ἐν τῷ Ἀποστόλη δριμύτης ἡ μνησίκακος καὶ ἦτον ὡς πυρέσσων θερμὸς ἔτι ἐκ τῆς νόσου, ἀλλὰ μὴ ὑφιστάμενος πλέον τὸ ῥῖγος καὶ τὴν ἔξαψιν τῆς πρώτης προσβολῆς. Ἀλλ’ ἡμέραν τινὰ — δεκαπέντε ἡμέρας