Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 280.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
280

Τριανταφυλλιά, ἀλλ’ ἐμάντευεν ὁρμεμφύτως ὅτι κἄποτε ὁ σκοπὸς ἁγιάζει τὰ μέσα.

Τὰς ἀποστάσεις ὀλιγοστεύουν ὄχι μόνον ὁ ἀτμὸς καὶ ὁ ἠλεκτρισμὸς ἀλλ’, ὡς γνωστὸν, καὶ ὁ ἔρως· ἑσπέραν τινα συνηντήθησαν κάτω εἰς τὴν θύραν ὁ Γκιουζέπος καὶ ἡ Τριανταφυλλιά· ἀγνοῶ ἂν συνηντήθησαν μόνον αὐτοὶ ἢ καὶ τὰ χείλη των· εἰξεύρω ὅμως ὅτι ἡ Τριανταφυλλιὰ δὲν κατέβη ὅλας τὰς βαθμίδας τῆς κλίμακος τοῦ ἔρωτος, ἀλλ’ ἐσταμάτησεν ὡς ἀληθῶς γνωστικὴ κόρη.

Ἡ Τριανταφυλλιὰ τὸ ἐδήλωσε καθαρὰ καὶ ξάστερα εἰς τὸν Γκιουζέπον: ἀγαπητικιά του δὲν ἐδέχετο νὰ γείνῃ, γυναῖκά του μάλιστα.

— Καὶ ἐγὼ αὐτὸ θέλω, Τριανταφυλλιά μου, νὰ σ’ ἔχω γιὰ πάντα γιὰ πάντα, δική μου, καὶ νὰ μὴ μπορῇ νὰ σὲ πάρῃ ἀπ’ τὴν ἀγκαλιά μου οὔτε ὁ πατέρας σου οὔτε ἡ μητέρα σου, οὔτε ὁ κλητῆρας, οὔτε ὁ Βασιλέας. Νὰ εἶσαι δική μου, μονάχα δική μου. — Καὶ πότε θὲς νὰ στεφανωθοῦμε, Τριανταφυλλιά; ἠρώτησε μετὰ τῆς μεγίστης ἀμεριμνησίας ὁ Γκιουζέπος.

Ἀλλ’ ἡ Τριανταφυλιά, τῆς ὁποίας ἡ καρδία εἶχε καῇ ἀπὸ ἕνα ἀκατάστατον γαμβρόν, ἀπὸ τὸν ἄνδρα τῆς καϋμένης τῆς ἀδελφῆς, ὁ ὁποῖος περνᾷ τὰς ἡμέρας του ’ς τὸ καπηλειὸ κι’ ἀφίνει τὴ γυναῖκα του καὶ τὰ κακόμοιρα τὰ παιδάκιά του χωρὶς ψωμί, μὲ ξεσχισμένα φορέματα, καὶ χωρὶς λάδι τὴν κανδήλα τῆς Παναγίας, ἠρώτησε σοβαρῶς.

— Καὶ πόσαις δραχμαῖς ἔχεις οἰκονομήσῃ, Γκιουζέπο;

— Ἀπ’ αὐτὰ ποῦ φορῶ καὶ ἄλλα δὲν θωρῶ! ἀπήντησε παιγνιωδῶς ὁ Γκιουζέπος.

— Ἐγὼ ἔχω ὡς ὀκτακόσιες δραχμαὶς ’ς τὸν παραφέντη· μὰ ποῦ νὰ φτάσουν; ἡ παντρειὰ θέλει ἔξοδα· θέλομε καὶ μπόμπιλα· ἂν μᾶς πάρουν καὶ τὰ παιδιὰ Γκιουζέπο!

— Δὲν βαριέσαι; εἶπεν ὁ ὑποδηματοποιός· ὅ,τι τρώγω γὼ θὰ τρῷς καὶ σὺ καὶ ὅτι τρῷς ἐσὺ θὰ τρώγουν καὶ τὰ παιδιά· ἀπὸ τὸ φαγὶ τοῦ ἑνὸς χορταίνουν δύο, καὶ ἀπ’ τὸ φαγὶ τῶν δύο χορταίνουν τρεῖς.

Ἀλλ’ ἡ Τριανταφυλλιὰ μὴ εὑρίσκουσα σωστοὺς τοὺς ὑπολογισμοὺς τούτους τοῦ ἔκοψε διὰ μιᾶς τὸν βῆχα.

— Νὰ δουλέψῃς γερὰ ἕνα χρόνο, τῷ εἶπε, νὰ βάλῃς κἄτι