Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 256.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
256

λευκοῦ ἀφροῦ τὸν κυματίζοντα αὐτῆς πέπλον· ἀλλ’ ἐν ἀκαρεὶ τὰ πάντα ἐξηλείφθησαν καὶ τὰ ὕδατα ἠρέμα κατακυλιόμενα ἐπανέλαβον τὸν μονότονον αὐτῶν φλοῖσβον.

Συγκεχυμέναι ἰδέαι, αἰσθήματα ἀόριστα μὲ κατέλαβον τότε.... ἐστέναξα θεωροῦσα καὶ πάλιν τὸ διαυγὲς ὕδωρ ὑπὸ τὸ ὁποῖον ἔγεινεν ἄφαντος ἡ ὡραία ὀπτασία μου καὶ ἐξηκολούθησα τὸν περίπατόν μου σύννους καὶ ἐκπεπληγμένη ἀναπολοῦσα τοὺς λόγους τῆς Ναϊάδος, οἵτινες τοσοῦτον ἀποτόμως εἶχον διακοπῆ.

Αρσινοη Γ. Παπαδοπουλου.


ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΙ
I

γλυκοχάραξε ἡ αὐγή, λαλοῦν τ’ ἀηδονάκια
κι’ ὁλόχαρα τὴν ψέλνουνε στὰ δένδρα μὲ φιλάκια.
Παίζει ὁ βοσκὸς εἰς τὸ βουνὸ μὲ χάρι τὴ φλογέρα,
κι’ ὅλος ὁ κόσμος χαίρεται ποῦ πρόβαλε ἡμέρα.
Ἀνοίγω τὸ παράθυρο κ’ ἐγὼ νὰ χαιρετίσω
τὰ πλουμισμένα τῆς αὐγης κι’ ὁλόχρυσα παλάτια,
μὰ σὺ ἀντιπολίτευσι μοῦ κάνεις σὰν γυρίσω
καὶ σὲ κυττάξω μὲς τὰ δυὸ ὁλόμαυρά σου μάτια.

II

Παράδωκε τὸ θρόνο της στὴ νύχτα ἡ ἡμέρα
κ’ ἐντύθηκε κατάμαυρα ἀπὸ παντοῦ ἡ σφαῖρα.
Ἀπὸ ψιλὰ στὸν οὐρανὸ τ’ ἀστέρια λαμπυρίζουν
καὶ τὰ πουλάκια ἔπαψαν τραγούδια νὰ τονίζουν.
Καὶ νύχτα ὅλοι λέγουνε πῶς εἷνε καὶ σκοτάδι
πιὸ μαύρη κι’ ἀπ’ τὰ μάτια σου, πιὸ μαύρη κι’ ἀπ’ τὸν ᾌδη.
Μὰ σὺ ἀντιπολίτευσι μοῦ κάνεις ὁλοένα,
καὶ ὅταν εἰς τὰ χείλη σου χαμόγελο πλανιέται,
ἡ νύχτα φαίνεται αὐγὴ ὁλόφωτη σ’ ἐμένα
κι’ ἥλιο μυριάχτιδο θωρῶ ἐμπρός μου νὰ σκορπιέται.
Ἑρμούπολις 1887.

Επαμ. Π. Πολιτακησ.