Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 229.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
229

κτικῆς διαδικασίας ἐξηκριβώθη ἡλίου φαεινότερον, ὅτι ὁ Τόσκας ἐξύβρισε τοὺς χωροφύλακας καὶ ἐπετέθη ἐνόπλως κατ’ αὐτῶν, ἐνασκούντων ἡσύχως τὰ ὑπὸ τοῦ νόμου καθήκοντά των, καὶ ὅτι ἐν καταστάσει μέθης διατελῶν, ὠλίσθησε καὶ ἔπεσεν εἰς πετρῶδες τι μέρος καὶ ἐμωλωπίσθη. Μάρτυρας ὑπερασπίσεως αὐτόπτας δὲν εἶχεν ὁ Τόσκας. Μετὰ τὴν ἐξέτασιν τῶν μαρτύρων, ὁ Εἰσαγγελεὺς διὰ δύο ξηρῶν, ὡς ὁ λάρυξ του, λέξεων ἐζήτησε τὴν ἐνοχήν του. Ἐν ᾧ δὲ ὁ δικηγόρος του μόλις ἤρχισε τὴν ὑπεράσπισιν, οἱ καπελάδες — ὡς λέγουν οἱ χωρικοὶ τοὺς δικαστὰς — διεσκέπτοντο ἐπὶ τῶν ἑδρῶν των διὰ νευμάτων καὶ ὁ Πρόεδρος ἀπήγγειλε τὴν ἀπόφασιν, ἐν ᾧ ὁ συνήγορος δὲν εἶχε τελειώσει ἀκόμη τὸ προοίμιον, διὰ τῆς ὁποίας ὁ Τόσκας κατεδικάζετο εἰς πενθήμερον φυλάκισιν, εἰς τὰ ἔξοδα τῆς δίκης κτλ. Ὁ Τόσκας ἔκαμε τὸν σταυρόν του μίαν ἔτι φορὰν καὶ ἀφέθη εἰς τὰς χεῖρας τῶν χωροφυλάκων. Ὁ ἐπιστάτης τῆς φυλακῆς ἐξ εὐσπλαγχνίας κινούμενος ὑπεσχέθη εἰς τὸν Τόσκαν νὰ φροντίσῃ διὰ τοῦ γραμματέως καὶ τοῦ ξεκαθαρίσῃ ὀλίγα τὰ δικαστικὰ ἔξοδα, ἤρκει μόνον νὰ παραγγείλῃ νὰ τοῦ στείλουν ἓν ἐρίφιον ἀπὸ τὸ χωρίον του. Ὁ ἀγαθὸς Τόσκας δὲν ἐγνώριζε τὸ περίφημον ἐκεῖνο του Ἐδ Λαβουλαίη, ὅτι διὰ νὰ διεξαγάγῃ τις δίκην, ἀπαιτοῦνται δικαίᾳ ὑπόθεσις, καλὸς δικηγόρος, καλὴ συμβουλή, καλαὶ ἀποδείξεις, καλὸς δικαστὴς καὶ εὔνους τύχη, ἓξ πράγματα συντρέχοντα, ἐξ ὧν ὅμως αὐτὸς μόλις εἶχεν ἓν καὶ μόνον, τὸ πρῶτον.

Ὅτε ἐξῆλθε τῶν φυλακῶν ὁ πολυπαθὴς χωρικὸς ἀπελπισθεὶς ἐκ τῆς κοινωνίας, μεθ’ ἧς ἐπέπρωτο νὰ ἔλθῃ εἰς συνάφειαν κατὰ τοὺς τελευταίους μῆνας, ᾐσθάνθη εἰς ἄκρον βεβαρυμένην τὴν ψυχήν του καὶ, ἐπειδὴ ἦτο καλὸς χριστιανὸς ἐσκέφθη νὰ ἴδῃ τὸν ἀρχιερέα, ὃν εἶχε γνωρίσει καὶ φιλοξενήσει ποτὲ εἰς τὸ χωρίον του, διὰ ν’ ἀντλήσῃ τὴν ἐκ τῆς θρησκείας ἀνακούφισιν καὶ παραμυθίαν. Ἀλλ’ ὁ σεβασμιώτατος ἔλειπεν εἰς περιοδείαν, διάκονός τις δὲ, μένων ἐν τῇ ἀρχιεπισκοπῇ, τὸν ὑπεδέχθη μετὰ προσηνείας καὶ παρέπεισεν ὁ εὐλογημένος τὸν εὐλογημένον νὰ προκαλέσῃ δῆθεν τὴν ἔκδοσιν ἀρχιερατικοῦ ἐπιτιμίου καθ’ ὅλων, οἵτινες τὸν ἔκλεψαν καὶ τὸν ἠδίκησαν, ἀντὶ δραχμῶν εἴκοσι μόνον, ἃς ἔλαβε παρ’ αὐτοῦ ἐπιει-