Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 227.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
227

— Καλά. Ὁδήγησέ τον εἰς τὴν σάλαν καὶ πήγαινε γρήγορα νὰ φωνάξῃς τὸν ὑπάλληλόν μου.

Ὁ ὑπηρέτης εἰσήγαγε τὸν Τόσκαν εἰς τὴν σάλαν καὶ ἀπῆλθεν. Μετὰ δέκα λεπτὰ ἐπεφάνη ὁ ἀνακριτὴς, ὠχρὸς, σοβαρὸς, βίαιος καὶ, ὡς ἀρχαῖος ἀρειοπαγίτης, στεγανός. Μετά τινας ἀρρύθμους βηματισμοὺς στρέφει πρὸς τὸν ὄρθιον ἔν τινι ἄκρᾳ τῆς αἰθούσης καὶ συνεσταλμένον Τόσκαν, λέγων..

— Ἐπὶ τέλους δὲν ἐννοεῖτε νὰ γίνετε ἄνθρωποι, διαβόλου τέρατα! Δὲν ἔχει ἡσυχίαν ἡ κοινωνία ἀπὸ τὰ κακουργήματά σας! Ἐγέμισαν αἱ φυλακαὶ ἀπὸ σᾶς, φονιάδες! Οὔτε νὰ φᾶμε, οὔτε νὰ κοιμηθοῦμε μιὰ ὥρα δὲν μᾶς μένει καιρός, θηρία ἀνήμερα!…

Καὶ μετά τινα σιγὴν,

— Τί σοῦ ἔκαμε, βρὲ γερόλυκα, τὸ ἀθῶο παιδί, ποῦ τὸ ἔσφαξες σὰν ἀρνί;

Ὁ Τόσκας ἔμεινεν ἐμβρόντητος, καὶ ἀνοίξας ἔκπληκτα ὄμματα ἐψέλλισε μετὰ δέους:

— Μὰ ἐγώ, κύριε ἀνακριτή…

— Σούτ! τέρας! γιατί στὴ στιγμὴ σὲ στέλλω μέσα δεμένον ὀπισθάγκωνα!

Ὁ ὑπάλληλος τοῦ ἀνακριτοῦ εἰσῆλθεν ἐν πάσῃ αὐστηρότητι εἰς τὴν αἴθουσαν. Ὁ ἀνακριτής, ὅστις οὔτε εἴξευρεν, οὔτε νὰ μάθῃ περὶ τίνος προέκειτο εἶχε καιρόν, ἐπεφόρτισε τὸν ὑπάλληλόν του ν’ ἀνακρίνῃ τὸν Τόσκαν, αὐτὸς δέ, ὡς ἀδιαθετῶν, ἀπῆλθεν εἰς τὸν θάλαμόν του. Ὁ ὑπάλληλος εἶχεν ἑνώσει ἀμφοτέρας τὰς δικογραφίας, ὡς συναφεῖς καὶ ἐνήργησε τὴν ἀνάκρισιν, ὑπέγραψε δὲ ὕστερον τὰς ἐκθέσεις ὁ ἀνακριτὴς κατὰ τὸ σύνηθες καὶ χωρὶς νὰ λάβῃ τὸν κόπον νὰ τὰς παρατηρήσῃ.

VI

Δὲν ἐγνώσθη ὁποίας περιπετείας διῆλθεν ἡ ἀνάκρισις κατὰ τὸ στάδιον αὐτῆς. Ἀλλ’ ὁ Τόσκας ἠναγκάσθη νὰ κάμῃ ἕνεκα τῆς ὑποθέσεως ταύτης ἐκ τοῦ χωρίου του εἰς τὴν πρωτεύουσαν τοῦ νομοῦ ἐννέα ταξείδια, πλήρη ῥωμαντικότητος, δαπανῶν, συναντήσεων ἀπροόπτων, μυθιστορικῶν ἐπεισοδείων, ποῦ δὲ καί που καὶ γρονθοκοπημάτων.

Θέλων ν’ ἀποφύγῃ τοὺς μόχθους τῆς πεζοπορίας, ἐπαισθητοὺς εἰς τὴν ἡλικίαν του, καὶ τὰς πιέσεις τῶν ἁμαξηλατῶν,