Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 156.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
156


Ὤ! ἔτσι, εἶπα, ἡ φτωχή μου
Θὰ μένῃ ἔρμη κάμαρά μου,
Ἀπ’ τὸν καιρὸ ποῦ ἡ μικρή μου,
Τρελλὸ πουλί, τὴν ἀγκαλιά μου
Γιὰ πάντ’ ἀφῆκε τὴ θερμή μου.
Θὰ μένῃ ἔρμη ἡ κάμαρά μου
Ὤ! ἔτσι, εἶπα, ἡ φτωχή μου!

Θὰ λυώσουν ’ς τὰ βουνὰ τὰ χιόνια,
Ἡ ἄνοιξις θὰ ξεπροβάλῃ,
Γοργὰ θἀρθοῦν τὰ χελιδόνια
Μέσ’ ’ς τὴν παλῃὰ φωλῃά τους πάλι.
Περνοῦνε γρήγορα τὰ χρόνια
Ἡ ἄνοιξις θὰ ξεπροβάλῃ.
Θὰ λυώσουν ’ς τὰ βουνὰ τὰ χιόνια.

Ὅμως δὲ θἄρθῃ νὰ ζητήσῃ
Τὴν κάμαρά μου πιὰ ἐκείνη!
Ὅ,τι εἶχε πρῶτα ἀγαπήσει
Τὸ ἄστατο πουλὶ ἀφίνει
Καὶ τρέχει ἀλλοῦ φωλῃὰ νὰ κτίσῃ,
Τὴν κάμαρά μου πιὰ ἐκείνη
Ὅμως δὲ’ θἄρθῃ νὰ ζητήσῃ!

’Σ τὸ παραθύρι μου πετοῦσε
Ἐχθὲς μὲ πόνο ἡ ματιά μου,
’Σ τ’ ἀγιόκλημα ποῦ ἐσκορποῦσε
Τὸ μύρο του ’ς τὴν κάμαρά μου,
Κ’ ἐκείνη μόνη ἐζητοῦσε
Ἐχθὲς μὲ πόνο ἡ ματιά μου
’Σ τὸ παραθύρι ποῦ πετοῦσε!

Ἐν Πειραιεῖ, 1887.

Α. Θ. Σπηλιωτοπουλοσ