Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 146.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
146

α′. νὰ στερῆται μιᾶς συλλαβῆς τοῦ τελευταίου μέτρου, καὶ τότε λέγεται καταληκτικός· οἷον
τὸ φέρον ὡς μὲ φέρει (∪–∪∪,∪–∪), Ἰαμβ. δίμετρος καταληκτικός.
ὅλ’ ἡ γῆ λαμπροφορεῖ (–∪–∪,∪∪–) τροχ. ὁμ.
Χαῖρε, φῶς οὐράνιον (–∪–∪,–∪∪) ὁμ.
Χρυσοβάφ’ ἡ αὐγὴ τὸν ὁρίζοντα (∪∪–∪∪–,∪∪–∪∪) Ἀναπαιστ. ὁμ.

β′. ἢ νὰ στερῆται ἑνὸς ποδός, καὶ τότε λέγεται βραχυκατάληκτος· οἷον
Χρυσοῖ ἀστέρες εἰς τὸν οὐρανὸν (∪–∪–,∪∪∪∪,∪∪) Ἰαμβ. τρίμετρ. βραχυκατάληκτος.
Νὺξ ἐκτείνει μέλανα μανδύαν (–∪–∪,–∪∪∪,–∪) τροχ. ὁμ.
τῆς νυκτὸς ἡ βαρεῖα σιγὴ (∪∪–∪∪–,∪∪–) Ἀναπαιστ. δίμετρ. βραχυκατάλ.

γ’. ἢ νὰ ἔχῃ μίαν συλλαβὴν ὑπὲρ τὴν τελευταίαν διποδίαν, καὶ τότε καλεῖται ὑπερκατάληκτος· οἷον
εἰς τὰς δασώδεις ἀκρωρείας (∪∪∪–,∪∪∪–,∪) Ἰαμβ. δίμετρ. ὑπερκατάληκτος.
ὔψου εὔελπι τὸ βλέμμα εἰς τὸν οὐρανὸν (–∪–∪,∪∪–∪,∪∪∪∪,–) τροχ. τρίμετρ. ὁμ.
Κατηφὴς ὅλ’ ἡ φύσις τὴν δύσιν του κλαίει (∪∪–∪∪–,∪∪–∪∪–,∪) ἀναπαιστ. δίμετρ. ὁμ.

Εἰς δὲ τὸ κατὰ μονοποδίαν μετρούμενον δακτυλικὸν μέτρον,

α′. ἂν τοῦ τελευταίου δακτύλου λείπωσι δύω συλλαβαὶ, ὁ στίχος λέγεται καταληκτικὸς εἰς συλλαβὴν· οἷον·
Μέγας ἐστὶν ὁ Θεὸς (–∪∪,–∪∪,–), δακτυλ. τρίμετρ. καταληκτ. εἰς συλλαβήν.

β′. ἂν δὲ λείπῃ μία συλλαβή, λέγεται καταληκτικὸς εἰς δισύλλαβον, οἷον·
Μέγα τό θεῖόν του κράτος (–∪∪,–∪∪,–∪), δακτ. τρίμ. καταληκτ. εἰς δισύλλαβον.