Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 135.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
135

γίνεται δυσφόρητον τόσον, ὁποῦ πρὶν 15 ἡμέρας ἠθέλαμεν κινδυνεύσῃ καιρίως, ἂν δὲν μᾶς ἔρχονταν ἀπὸ θείαν πρόνοιαν σύμμαχος ὁ Ἥρωας καὶ φρονιμώτατος Ὀδυσσέας, ὁ Χρῆστος Σουλιώτης, καὶ τρία ἀδέλφια. Κατσικογιαννόπουλα μὲ ἐκλεκτοὺς ἄνδρας ὅλοι ὡς 800 εἰς τὴν μανιώδη καὶ αἰματωδεστάτην εἰς τῆς Γραβιᾶς τὸ χάνι μάχην μετὰ τοῦ Ὀμὲρ πασᾶ βριόνι, ὁποῦ ἦλθε κατεπάνω μας μὲ ὑπὲρ τὰς δύω χιλιάδες Τούρκους, οἱ περισσότεροι Γκέγκιδες καὶ ἀρβανίταις, οἱ μισοὶ σχεδὸν καβαλαρία· ἰδοὺ καὶ ἡ περιγραφὴ τοῦ αὐτοῦ πολέμου.»

«Ὁ καπετὰν Ὀδυσσέας μὲ τοὺς ῥηθέντας Σουλιώτας καὶ Κατσικογιαννόπουλα καὶ μὲ ὅλα τους τὰ παληκάρια, καθὼς καὶ ὁ Καπετανπανουργιᾶς καὶ Διοβουνιώτης μὲ τὰ ἐδικά τους παληκάρια, ὅλοι ὁμοῦ συμποσούμενοι ὡς 155, ἦτον καὶ ἀπὸ τὴν χώραν καὶ χωρία Σαλόνων ὡς 1000· αὐτοὶ ὅλοι εὑρισκόμενοι εἰς τὸ Χάνι τῆς Γραβιᾶς εἰς τὰς 5 τοῦ τρέχοντος, ἔμαθον ὅτι οἱ ῥηθέντες ἐχθροὶ ἔρχονται κατεπάνω τους. Τότε ὁ μὲν Ὀδυσσεὺς μὲ 130 ἄνδρας (20: ἦτον ἰδικά του παληκάρια, 15 ἦτον τοῦ Πανουργιᾶ καὶ Διοβουνιώτη καὶ οἱ λοιποὶ ἦταν χωριάται καὶ Γαλαξιδιώταις 30) ἐκλήσθημεν εἰς τὸ Χάνι, καὶ εἰς ταῖς ῥάχαις, ὁποῦ παρασταίνουν ἕνα ἡμικύκλιον διαχωριζόμενον ἀπὸ ἕνα στενωπὸν δύσβατον δρόμον, τὸ μὲν δεξιὸν μέρος τὸ ἔπιασαν ὁ Χρῆστος Σουλιώτης τὰ τρία ἀδέλφια Κατσικογιαννόπουλα μὲ τοὺς ἐδικούς τους 60: ἄνδρας καὶ μέρος χωριάταις· τὸ δὲ ἀριστερὸν ὁ Πανουργιᾶς καὶ ὁ Διοβουνιώτης μὲ τοὺς ἐδικούς τους 50 ἄνδρας καὶ ὁμοίως μὲ χωριάταις· καὶ τὸν στενωπὸν τὸν ἔπιασαν ἀπὸ ἕνα καὶ ἄλλο μέρος χωριάταις, καὶ ὀλίγοι γνωστοὶ Γαλαξιδιώταις· καὶ οἱ ἐχθροὶ ἐμοιράσθησαν εἰς τρία μέρη προηγοῦντο οἱ ἱππεῖς καὶ ἠκολούθουν οἱ πεζοί· οὕτω λοιπὸν παραταχθέντες ἀπὸ τὸ μεσημέρι ἄρχησαν τὴν μάχην· καὶ ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς ἐφονεύθηκαν ὑπὲρ τοὺς 300 καὶ ἐλαβώθηκαν (οἱ πλεῖστοι θανασίμως) ὑπὲρ τοὺς 600 ὀλιγωστοὶ ἐβαρέθηκαν ἀπὸ τοὺς ἄκλειστους· ἀπὸ δὲ τοὺς ἐδικούς μας ἐφονεύθηκαν τρεῖς, καὶ ἕνας ἐλαβώθηκε. Μὲ τόσην λύπην ἐμάχοντο οἱ ἐχθροὶ, ὁποῦ πάντοτε ὁ ἑπόμενος ἐπατοῦσε τὸν πεσόντα προηγούμενον, καὶ ὁ μέγας σωρὸς τῶν πεσόντων ἐχρησίμευσαν