Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 114.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
114

μοῦ τῆς σπαργώσης ἐκείνης καλλονῆς ἦν ἕτοιμος νὰ γονυπετήσῃ ὅλη ἡ κομψὴ τότε νεολαία, ἤρκει νὰ ἐπινεύσῃ ἐκείνη δι’ ἑνὸς βλέμματος. Καὶ διατὶ ὄχι; Νεότης ὑγεία καὶ κάλλος ἡμιλλῶντο νὰ τὴν καταστήσωσι θελκτικωτέραν. Ἀλλ’ ἐκείνη ἦτο ἀγέρωχος καὶ ὑπεροπτικὴ ὡς ὅλοι οἱ κατακτηταί. Χίλια στόματα. τῇ εἶχον ψιθυρίσει μυρίας συγκεχυμένας ἐρωτικὰς φράσεις. Εἶδε πρὸ αὐτῆς τόσας τραγικὰς ἐκφράσεις ἐρωτοπαθῶν, οὓς ἀποκαθῆλου διὰ τοῦ πυρίνου της βλέμματος. Ἀλλ’ ἐκείνη παρήρχετο ἀδιάφορος. Ἡ ἀμεριμνησία τὴν καθίστα εὐτυχεστέραν. Δὲν ἐφρόντιζε περὶ τοῦ κόσμου· ἤρκει ὅτι ὁ κόσμος ἐφρόντιζε περὶ αὐτῆς.

Καὶ ὅμως.

ἆ! πῶς ἀλλάσουν οἱ καιροὶ
’ς τὸν κόσμον ἐδῶ κάτω!

ὁ χρόνος, ὁ ἀδυσώπητος οὗτος ἐχθρὸς τοῦ γυναικείου κάλλους, ὁ κακεντρεχὴς ῥωπογράφος παντὸς ὡραίου, ὁ μεταποιῶν εἰς ἄμορφα ῥάκη τὰς μεταξίνους ἐσθῆτας, ἠλλοίωσε τὰ ῥαδινὰ χρώματα, τὴν καλλιτεχνικὴν εὐγραμμίαν καὶ τὴν ἡδυπαθῆ ἔκφρασιν τοῦ ἐμψύχου ἐκείνου καὶ σφριγῶντος ἀριστοτεχνήματος τῆς ἥβης εἰς τεσσαρακοντούτιδα γελοιογραφίαν, δηλαδὴ μετέβαλε βαθμηδὸν ὅλην ἐκείνην τὴν χάριν, τὴν δρόσον, τὸ ἀκτινοβόλημα, τὴν εὐωδίαν, τὴν σαγηνευτικὴν ποίησιν τῶν εἴκοσι, τῶν εἰκοσιδύο ἐτῶν εἰς.... γεροντοκόρην.

Ἡ προσεπωνυμία περικλείει τὴν μοχθηροτέραν εἰρωνείαν. Ἡ γεροντοκόρη καὶ ὡς λέξις καὶ ὡς κοινωνικὸν ἄτομον εἶνέ τι ἀπαισίως ὀξύμωρον. Εἷνε ἄρνησις ἑαυτῆς τῆς φύσεως, τῆς κοινωνίας, τοῦ ἰδίου της ὀνόματος ἀκόμη. Δὲν εἶνε κόρη πλέον, δὲν εἶνε γραῖα ἀκόμη, καὶ ὅμως εἷνε γεροντοκόρη, δηλαδὴ γρῖφος, πρόβλημα, κἄτι