Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 093.jpg

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
93

Μαλσταμίδης μειδιῶν. — Πῶς μὲ ἠγάπησες ἐσύ;

Ἡ κ. Ξυλαράκη μειδιῶσα. — Ἐγὼ τὸ ὁμολογῶ, ἔκαμα μίαν ἀνοησίαν…

Μαλσταμίδης δυσαρέστως. — Ἆ!

Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Αὐτὴ ἡ ἀπάντησις σοῦ ἐχρειάζετο.

Μαλσταμίδης. — Καὶ ἂν τὴν ἀγαπήσω ἐγώ;

Ἡ κ. Ξυλ. — Τὴν Καλλιόπην; [Γελῶσα]. Ἆ, ἂς γελάσω!..

Μαλσταμίδης. — Δὲν τὸ φοβεῖσαι αὐτό;

Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Σὺ νἀγαπήσῃς αὐτὸ τὸ ἔκτρωμα;.. μὴ χειρότερα!

Μαλσταμίδης. — Δὲν ἔχει καμμίαν ἀνεψιὰν ὡραιοτέραν ὁ κ. Ἰσίδωρος;

Ἡ κ. Ξυλαράκη ὑψοῦσα τὴν χεῖρα. — Κύτταξε ἐδῶ· τώρα θὰ σοῦ δώσω μίαν μπάτσα…

Μαλσταμίδης περιβάλλων καὶ ἀσπαζόμενος αὐτήν. — Κ’ ἐγὼ ἕνα φιλάκι…

Ἡ κ. Ξυλαράκη ἔντρομος καὶ ἀπομακρυνομένη αὐτοῦ βιαίως. — Ὁ Ἰσίδωρος!

Μαλσταμίδης μένων ἀκίνητος. — Αἴ!

κυριος Ισιδωρος προκύπτων ἐξ ἀτραποῦ διὰ μέσου πυκνῶν δένδρων, ἰδίᾳ. — Πάλιν μὲ αὐτὸν τὸν γάϊδαρον εἶνε…

Ἡ κ. Ξυλαράκη ἰδίᾳ. — Πῶς ἐπρόφθασα!…

Μαλσταμίδης ἰδίᾳ. — Εἶδε;. δὲν εἶδε;…

Ὁ κ. Ἰσίδωρος πλησιάζων. Ἐδῷ εἶσθε;… τί κάμνεις, Ἀλέξανδρε;

Μαλσταμίδης ἐγειρόμενος. Καλά· καὶ σὺ πῶς εἶσαι;

Ὁ κ. Ἰσίδ. — Ἔτσι κ’ ἔτσι.... Κάθησε, διατί ἐσηκώθης;

Μαλσταμίδης. — Δὲν εἶπον τίποτε διὰ νὰ μοῦ κρατήσουν φαγὶ καὶ φοβοῦμαι μήπως μείνω νηστικός.

Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Θὰ φᾶμε μαζῆ, κύριε Μαλσταμίδη. Ἴσα ἴσα παρήγγειλα διὰ τέσσαρας καὶ πρὸ ὀλίγου ἔμαθον ὅτι ὁ ἀδελφός μου δὲν θὰ ἔλθῃ.

Μαλσταμίδης. — Σᾶς εὐχαριστῶ, κυρία μου· ἀλλὰ φοβοῦμαι μήπως σᾶς δώσω βάρος.

Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Μπᾶ, καθόλου μάλιστα. Καθήσατε.

Μαλστ. — Θὰ σᾶς ζητήσω τὴν ἄδειαν νὰ πάγω μίαν στιγμὴν ἐπάνω, διότι πρέπει νὰ διορθώσω ὀλίγον τὴν τουαλέτταν μου.