Ἡ Κ. Ξυλαράκη βλέπουσα τὸ ῥόδον ἐν τῇ κομβιοδόχῃ τοῦ Μαλσταμίδου. — Ἇ, τί ὡραῖον τριαντάφυλλον.
Μαλσταμίδης.—Σ’ ἀρέσει;
Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Ποῦ τὸ ηὗρες;
Μαλστ. — Μὰ… ἐδῶ τὸ ἔκοψα προτήτερα… ὅταν ἠρχόμην.
Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Ἐδῶ, εἰς τὸν κῆπον; δὲν ἔχει τέτοια τριαντάφυλλα.
Μαλσταμίδης. — Ἐδῶ… εἰς τὴν Κηφισσιὰν… εἰς ἕνα κῆπον… ὅταν ἀνέβαινα…
Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Ὸμοιάζει μ’ ἐκεῖνα ποῦ ἐκόψαμεν πρὸ ὀλίγου ἀπὸ τὸν κῆπον τοῦ κυρίου Σημαντάνη.
Μαλσταμίδης. — Ναί;
Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Καὶ δὲν μοὶ τὸ προσφέρεις;
Μαλστ. ταρασσόμενος. — Νὰ σοῦ τὸ…Πῶς; δὲν σοὶ προσέφερα;
Ἡ κυρία Ξυλαράκη. — Δὲν πιστεύω.
Μαλσταμίδης ἐκβάλλει τὸ ῥόδον ἐκ τῆς κομβιοδόχης καὶ δίδει τοῦτο τῇ Χαρικλείᾳ. — Ἔχεις δίκαιον, αὐτὴ ἡ ἀνησυχία μου ὅτι ὁ ἄνδρας σου.... ἴσως.
Ἡ Κ. Ξυλαράκη τοποθετοῦσα τὸ ῥόδον ἐπὶ τοῦ στήθους αὐτῆς. — Λοιπὸν ἰδοὺ τί ἐσκέφθην. Σήμερον ἐπήραμεν ἀπὸ τὸ σχολεῖον τὴν ἀνεψιάν του καὶ θὰ μείνῃ πλέον μαζῆ μας.
Μαλσταμίδης. — Τὴν ἀνεψιάν του;
Ἡ Κ. Ξυλαρ. — Σὺ λοιπὸν ν’ ἀρχίσῃς νὰ τὴν περιποιῆσαι, κ’ ἐγὼ μὲ τρόπον θὰ τοῦ δώσω νὰ ἐννοήσῃ ὅτι τὴν ἀγαπᾶς....
Μαλσταμίδης. — Ἐγώ;
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Καὶ τοιουτοτρόπως δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ ὑποπτευθῇ ποτὲ τίποτε.
Μαλσταμίδης — Τί ἀνεψιὰ εἶνε αὐτή;
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Μία κόρη τῆς ἀδελφῆς του, ποῦ ἀπέθανε. Δὲν τὴν ἐνθυμεῖσαι πρὸ τεσσάρων ἐτῶν ὅταν…
Μαλσταμίδης. — Ὅταν δὲν μὲ ἠγάπας ἀκόμη.
Ἡ κ. Ξυλαράκη, — Ἐγώ; εἶσαι πολὺ ἀπατημένος… σὺ δὲν μὲ ἠγάπας, ἐγὼ σὲ ἠγάπων πάντοτε.
Μαλσταμίδης. — Καλά, καλά· αὐτοὶ εἶνε παλαιοὶ λογαριασμοί.
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Ἂν θέλῃς τοὺς ξεκαθαρίζομεν καὶ βλέπομεν ποῖος ἔχει ἄδικον.