Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 089.jpg

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
89

νεᾶνις διαφεύγουσα τὸν ἐναγκαλισμὸν τοῦ κ. Μαλσταμίδου. — Κύριε……

Μαλσταμίδης ὑποκλίνων. — Θεωρῶ ἐμαυτὸν εὐτυχῆ ὅτι σᾶς ἔσωσα.

νεᾶνις ἐρυθριῶσα. — Σᾶς εὐχαριστῶ, κ. Μαλσταμίδη.

Μαλσταμίδης ἔκπληκτος. — Πῶς; μὲ γνωρίζετε; ἀλλὰ ποίαν εἶχα τὴν τιμὴν νὰ σώσω;…

νεᾶνις ἀποσπῶσα ῥόδον ἐκ τῆς ἀνθοδέσμης ἣν φέρει ἐπὶ τοῦ στήθους. — Νὰ σᾶς δώσω αὐτὸ τὸ τριαντάφυλλον διὰ τὴν καλωσύνην σας;

Μαλσταμίδης ὑπομειδιῶν μετὰ φιλαρεσκείας. — Εὐχαρίστως, κυρία μου … καὶ θὰ τὸ φυλάξω διὰ νὰ σᾶς ἐνθυμοῦμαι.

νεᾶνις γελῶσα. — Ὄχι δά!… τὸ λέγετε μὲ τὰ σωστά σας; … [Ἀπομακρυνομένη αὐτοῦ δρομαίως καὶ γελῶσα πάντοτε]. — Χάχ, ἄχ, ἄχ, ἆ!

Μαλσταμίδης ὅστις προσεπάθει νὰ θέσῃ τὸ ῥόδον ἐν τῇ κομβιοδόχῃ αὐτοῦ, αἴρει τὴν κεφαλήν. — Κυρία μου… Μπᾶ! ποῦ ἐπῆγε; [Φέρει κύκλῳ τὰ βλέμματα, οὐδαμοῦ ὅμως βλέπει τὴν νεάνιδα.] Τί ὡραῖα κόρη!… ποία νὰ ἦνε ἆρά γε;… Μοῦ εἶπε τὸ ὄνομα μου, κ’ ἐγὼ δὲν τὴν γνωρίζω καθόλου… δὲν ἐνθυμοῦμαι νὰ τὴν εἶδα πουθενά … Περίεργον!…

Ὁ κ. Ἀλέξανδρος Μαλσταμίδης, εἶχεν ἀνέλθει διὰ τῆς ἁμαξοστοιχίας τῶν ἓξ καὶ κατ’ ἐκείνην τὴν στιγμὴν εἰσήρχετο εἰς τὸν κῆπον τοῦ ξενοδοχείου εὔθυμος ὅπως ἦτο πάντοτε. Τὸ περιστατικὸν ὅμως τοῦ αὔλακος μετέβαλεν οὐσιωδῶς τὰς σκέψεις αὐτοῦ καὶ ἀντὶ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν αἴθουσαν ὡς ἐσκόπει κατ’ ἀρχὰς ἐπλανᾶτο ἐν τῷ κήπῳ ἀναζητῶν τὴν ἄγνωστον ἀνθοδότειραν ὀσφραινόμενος μετ’ ἀνεκφράστου ἡδονῆς τὸ ῥόδον, ὅπερ ἐστόλιζε τὴν κομβιοδόχην αὐτοῦ. Καὶ ἐπλανᾶτο, καὶ εἰς μυρίας παρεδίδετο σκέψεις ῥεμβάζων καὶ δεκάκις διῆλθε πρὸ τῆς σκιάδος παρ’ ἣν τὸ ῥυάκιον ῥέει ἑλικοειδῶς ἐλπίζων νὰ ἴδῃ τὴν ἄγνωστον αὐτοῦ ὀλισθαίνουσαν καὶ πάλιν, ὅπως καὶ πάλιν τὴν σώσῃ. Αἴφνης ἐνῷ ἵστατο ἐκεῖ σύννους καὶ ῥεμβὸς τὸ ἤρεμον τοῦ ὕδατος νάμα παρατηρῶν, αἰσθάνεται χεῖρα διείρουσαν διὰ τοῦ βραχίονος αὐτοῦ. Στρέφει πλήρης ἐλπίδων ἐνῷ ἡ καρδία του ἤρχιζε νὰ πάλλῃ σφοδρῶς καὶ βλέπει παρ’ αὐτῷ τὴν κυρίαν χαρικλειαν ξυλαρακη.

Μαλσταμίδης οὗτινος ἀπέπτησαν αἱ ἐλπίδες καὶ κατεσίγησαν οἱ παλμοί. — Ἆ, ἐσὺ εἶσαι;

Ἡ Κ. Ξυλαράκη λίαν φιλαρέσκως. — Τί ἔχεις;

Μαλσταμίδης προσπαθῶν νὰ μειδιάσῃ. — Ἐγώ;