Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 086.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
86

Μαύρη τοῦ Ἰούδα ἀδελφή, μαύρη τοῦ ᾍδου γέννα
Χριστιανὴ ἑβραίϊσσα, ἀνάθεμα σὲ σένα!
Ἐμπρὸς, φυλὴ ἀχάριστη, γενιὰ κατηραμένη,
Πολιτισμένοι ἄγριοι στὰ αἵματα θρεμμένοι,
Φονιάδες, ποῦ στὸν Ἅγιο Σταυρό μας προσκυνᾶτε
Τὴν μάννα ποῦ’ σᾶς ’φώτισε, σᾶς ἔσωσε, χτυπᾶτε!
Χτυπᾶτε τὴν Ἑλλάδα μας, αὐτὴ ποῦ πρῶτα-πρῶτα
Σᾶς ’χάρισε ζωή, τιμὴ κ’ ἐλευθεριὰ καὶ φῶτα!
Χτυπᾶτέ την! τὸ χέρι της δεμένο δὲν σᾶς φθάνει.
Γιατ’ ἔχει ἁλυσσόδεμα κι’ ἀκάνθινο στεφάνι.
Σταυρῶστέ την! θ’ ἀναστηθῇ κι’ αὐτὴ σὰν τὸν Μεσσία,
Ἡ δόξα, ναί! τὴν καρτερεῖ καὶ ἡ ἀθανασία!

Ε′

Παρθέναις δυὸ σὰν σήμερα ’ς τὴ Λαύρα ῥοβολοῦνε
Λὲς κ’ ἔχουνε κἄτι κρυφὸ παράπονο νὰ ποῦνε.
Ἡ μιὰ ’ντυμένη τ’ ἅγιο φῶς ’ψηλὰ ἀπ’ τὰ οὐράνια
Κ’ ἡ ἄλλη σίδερα σκλαβιᾶς, σκοτάδι καὶ ὀρφάνια,
Κ’ ἐκεῖ ποῦ καῖνε δυὸ φωτιαῖς, τουφέκι καὶ λαμπάδα,
Χαμογελᾷ ἡ Παναγιά, ’ς τὴν ἄμοιρη Ἑλλάδα
Τὴν ἀγκαλιάζει, τὴν φιλεῖ, τὰ σίδερά της λύνει
Καὶ ’ς τὰ οὐράνια πετοῦν ἡ Παναγιὰ κ’ ἐκείνη…
Τί ὄνειρο εἶδ’ ὁ οὐρανὸς ἐπάνω κ’ ἐξαφνίσθη;
Κάτω ὁ ᾍδης τί ἔπαθε καὶ τρομασμένος ’σείσθη;
Ὁ Ὄλυμπος κλονίσθηκε, ἐβρόντησεν ἡ Μάνη,
Τὸ Σοῦλι ξετινάχτηκε καὶ τ’ ἅρματά του πιάνει.
Γέρνει καὶ δίν’ ἡ Ῥούμελη εἰς τὸ Μωριᾶ τὸ χέρι
Καὶ ἀγκαλιάζεται σφιχτὰ τ’ ἀνδρειωμένο ταῖρι.
Ὕδρα καὶ Σπέτσαις, ἀδελφαῖς ἀχώρισταις, φιλιοῦνται,
Καὶ τὰ Ψαρὰ ἀπ’ τὰ κύματα σὰν φλόγαις ξεπετιοῦνται.
Γιὰ δέτε τὴν ’περήφανη τοῦ Μάρτη ἀμαζόνα
Τῆς Παναγιᾶς τὴν ἀδελφή, τῆς ’λευτεριᾶς κορώνα!
Ἀστροπελέκια καὶ βρονταῖς ’ς τὰ δυό της χέρια φέρνει
Ψηλὰ τὸ πρῶτο βάφτισμα στὸ Δραγατσάνι πέρνει,
Καὶ χύνεται σὰν ἀστραπὴ καὶ σὰν ἀνεμοζάλη
Μὲ μιὰ Ἀσία ὁλάκερη νὰ μετρηθῇ καὶ πάλι!
Καὶ χαμηλόνουν τὰ βουνὰ εἰς τὸ περπάτημά της,
Λὲς καὶ σκορπίζει θάνατο καὶ φλόγες ἡ ματιά της,