Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 076.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
76

ΤΟ ΕΠΙΣΤΡΑΦΕΝ ΑΝΘΟΣ

Μιὰ ’μέρα ποῦ σ’ ἐκύτταζα
Μὲ ’μάτι μαγευμένο
Φοροῦσες εἰς τὰ στήθη σου
Λουλοῦδι δροσερὸ
Τὸ ’πῆρες καί μου τὸ ’δωσες
Ἐνθύμημ’ ἀγαπημένο,
Τὸ εἶχα καὶ τὸ φύλαγα
’Σὰν πρᾶγμα ἱερό.

¤

Ὡς τώρα πῶς τὸ ’λάτρευα
Μόν’ ἡ καρδιά μου ’ξέρει
Ὅσαις φοραῖς τὸ ’κύτταζα
Ἀμέσως ἡ πτωχὴ
Ἔνοιωθε σὰν παράπονο
’Σὰν κλαψερὸ ἀγέρι
Τὴ ζαχαρένια της φωνὴ
Μέσα, της ν’ ἀντηχῇ.

¤

Ἀλλὰ ὁ Χάρος ὁ σκληρὸς
— Τοῦ πρέπει τ’ ὄνομά του —
Μὲ κυνηγοῦσεν ἔκτοτε
Καὶ τώρα μὲ κρατεῖ.
’Σὰν ἔχει μέσα του κανεὶς
Τὸ σπέρμα τοῦ θανάτου,
Γιατί, Θεέ μου, ἔρωτα
Κι’ ἀγάπη νὰ ζητῇ;

¤

Ἄχ! λάβε τὸ λουλοῦδί σου
Αὐτὸ τὸ λατρευμένο
Ἀπὸ στεφάνι νεκρικὸ
’Σὰν νἄτανε παρμένο·
Κι’ ὡς μόνην χάριν σοῦ ζητῶ
Νὰ πῶς θὰ σοῦ ζητήσω:
Σὲ ποιαὶς στιγμαῖς τοῦ τό ’δωκε
Σὲ ποιαὶς τὸ στέλνει ’πίσω.

Γουσταυοσ Λαφφον